Στην υπεράσπιση του Τρότσκι (κι ενάντια στις κατηγορίες περί «νεοτροτσκισμού» για την ηγεσία του ΚΚΕ)

Όταν η ηγεσία του ΚΚΕ κατηγορήθηκε για «διολίσθηση προς τον Τροτσκισμό» για «Τροτσκισμό», «νεοτροτσκισμό» κλπ, σε άρθρα γραμμένα από μερικούς αντιπολιτευόμενους του ΚΚΕ (όπως πχ στη «Νέα Σπορά») το θέμα αυτό προκάλεσε, στην αρχή, σε πολλούς από μας κάποια έκπληξη. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την κριτική. Ήταν φανερό πως τα άτομα που είχαν κάνει τις σχετικές αναφορές, δεν είχαν ασχοληθεί σοβαρά με τη μελέτη της ιστορικής διαδρομής και των ιδεών που εκπροσωπούσε ο Τρότσκι. Όταν όμως στη συνέχεια η κατηγορία αυτή άρχισε να εμφανίζεται με συστηματικό τρόπο και να κυκλοφορεί και σε χώρους εκτός του ΚΚΕ, τότε τα πράγματα ήταν φανερό πως γινόντουσαν πιο «σοβαρά» κι απαιτούσαν κάποια απάντηση.

Το θέμα βέβαια δεν έχει να κάνει με την υπεράσπιση προσώπων. Έχει να κάνει με την υπεράσπιση ιδεών. Οι ιδέες όμως εκφράζονται πάντα από πρόσωπα. Έτσι η σύγκρουση ανάμεσα στον Στάλιν και τον Τρότσκι δεν αφορά σύγκρουση προσώπων – αυτή είναι η ερμηνεία που ταιριάζει στους αναλυτές της άρχουσας τάξης. Από τη σκοπιά της Μαρξιστικής ανάλυσης, πίσω από τη σύγκρουση Στάλιν και Τρότσκι, βρίσκεται η σύγκρουση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, ιδεολογίας, πολιτικού προγράμματος και μεθόδου. Το παρόν κείμενο, σύντομο λόγω των πολλών άλλων απαιτήσεων της εποχής και της περιόδου, δεν φιλοδοξεί να καταπιαστεί συνολικά μ’ αυτή τη διαμάχη. Θα καταπιαστεί μόνο με μερικές πτυχές που αφορούν τις αντιπαραθέσεις των ημερών που διανύουμε. 

Ένα πρώτο παράδοξο

Το πράγμα φαίνεται εκ πρώτης όψεως κάπως παράλογο. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, στο 18ο συνέδριό της το 2008, έκανε μία καθαρή και δημόσια στροφή στην υιοθέτηση του Σταλινισμού σαν το κοινωνικό και πολιτικό της μοντέλο. Είχαν μεσολαβήσει 20 σχεδόν χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, στο τέλος του 1989. Στη διάρκεια των δύο αυτών δεκαετιών, η ηγεσία του ΚΚΕ «συζητούσε» υποτίθεται[1] αναζητώντας τα αίτια της πτώσης και της κατάρρευσης των σταλινικών μονοκομματικών δικτατοριών. Για να καταλήξει, ότι η αιτία της κατάρρευσης του Σοβιετικού μπλοκ δεν ήταν άλλη από την εγκατάλειψη του Σταλινισμού: το γεγονός δηλαδή πως οι επίγονοι του Στάλιν δεν ήταν «άξιοι» και «ικανοί» να συνεχίσουν το έργο του μετά το θάνατό του! Αυτήν όμως την ηγεσία, που εκπροσωπείται από την Παπαρήγα, το Μαΐλη, το νέο γ. γ. Κουτσούμπα, κλπ, που επίσημα δηλώνει σταλινική, μερικοί από τους διαφωνούντες του ΚΚΕ (αλλά και από άλλους χώρους) καταγγέλλουν σαν «νεο-τροτσκιστική»!! Διερωτάται κανείς αν έχουμε εδώ ένα συναγωνισμό ανάμεσα σε διαφωνούντες (ή και άλλους) για το ποιος είναι περισσότερος Σταλινικός από τον άλλο!

Υπάρχει βέβαια ένα σημείο στο οποίο οι διαφωνούντες του ΚΚΕ, της οποιασδήποτε απόχρωσης, είναι υποχρεωμένοι να ομοφωνήσουν, κι αυτό είναι ότι η ηγεσία του κόμματος συμπεριφέρθηκε απέναντι σ’ αυτούς με ένα ολοφάνερα σταλινικό τρόπο: τους «έσβησε» από το τελευταίο, 19ο, συνέδριο. Δεν υπήρξε ούτε ένας αντιπρόσωπος στο συνέδριο που να τοποθετηθεί κατά της κεντρικής εισήγησης και της ηγεσίας – το συνέδριο τέλειωσε μάλιστα μια μέρα νωρίτερα γιατί οι σύνεδροι δεν είχαν τι να πουν! Κι όλα αυτά τη στιγμή που οι συζητήσεις στην κομματική βάση, και η αντιπαράθεση μέσα από τις στήλες του Ριζοσπάστη στην προσυνεδριακή περίοδο είχαν πάρει πολύ έντονο χαρακτήρα.

Το κατηγορητήριο

Αλήθεια, τελικά πόσα ξέρουν για τον Τρότσκι και τον Τροτσκισμό αυτοί που κατηγορούν την ηγεσία του ΚΚΕ για «τροτσκισμό» ή «νεο-τροτσκισμό»;

Η κατηγορία του «νεοτροτσκισμού» αφορά δύο κεντρικές πτυχές της πολιτικής της ηγεσίας του ΚΚΕ:

  • Η πρώτη αφορά την απομονωτική-σεκταριστική[2] πολιτική της προς την υπόλοιπη Αριστερά και το υπόλοιπο μαζικό και εργατικό κίνημα: το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ αρνείται να συνεργαστεί με οποιονδήποτε καταγγέλλοντας όλους τους άλλους σαν όργανα, σε τελευταία ανάλυση, της άρχουσας τάξης.
  • Η δεύτερη αφορά το γεγονός ότι η ηγεσία του ΚΚΕ προβάλλει ένα «μάξιμουμ» πρόγραμμα («σοσιαλιστικής», υποτίθεται, ανατροπής και «εργατικής/λαϊκής εξουσίας») χωρίς να έχει επαρκείς και πειστικές προτάσεις για το «τι κάνουμε σήμερα» σαν απάντηση στην κρίση και στην πρωτοφανή επίθεση που δέχεται το εργατικό κίνημα και τα λαϊκά στρώματα.

Οι δύο αυτές πτυχές είναι βέβαια στενά συνδεδεμένες και συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η άρνηση του ΚΚΕ να κάνει ουσιαστικές προτάσεις για τα άμεσα καθήκοντα της περιόδου και, η αντί γι’ αυτό, προβολή ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που εναποθέτει τις λύσεις σ’ ένα απομακρυσμένο σοσιαλιστικό μέλλον, αποξενωμένο από τις σημερινές συγκρούσεις, πάει χέρι-χέρι με την άρνηση συμμετοχής σε συνεργασίες (κοινωνικές, ταξικές, πολιτικές).[3] Από μια σκοπιά, γιατί η ανάγκη των συνεργασιών προκύπτει από την ανάγκη της πάλης για τα άμεσα, πιεστικά κοινωνικά προβλήματα. Όταν εναποθέτεις τη λύση αυτών των προβλημάτων στη «δευτέρα παρουσία» όπως κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ, τότε και οι συνεργασίες δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη πρακτική αξία.

Καμία σχέση

Όταν λέμε ότι όσοι κατηγορούν την ηγεσία του ΚΚΕ σαν «τροτσκιστική» (κάποιου είδους) πρέπει να μην έχουν ασχοληθεί σοβαρά και σε βάθος με τον Τρότσκι, το εννοούμε. Γιατί όλη η ζωή, όλο το έργο και όλα τα γραπτά του Τρότσκι δεν έχουν καμία σχέση με καμία από τις πιο πάνω κατηγορίες ή κριτικές.

Το τελευταίο πράγμα το οποίο μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Τρότσκι είναι ότι δεν ήταν υπέρ της συνεργασίας της Αριστεράς και των πλατιών ταξικών κοινωνικών και πολιτικών μετώπων! Και το τελευταίο επίσης πράγμα το οποίο μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Τρότσκι, ήταν ότι πρόβαλλε ένα «μάξιμουμ πρόγραμμα» ανατροπής του καπιταλισμού και σοσιαλιστικής επανάστασης υποτιμώντας, υποβαθμίζοντας και αγνοώντας την πάλη για τα άμεσα καθημερινά προβλήματα των εργατικών και λαϊκών μαζών!

Μια γενική αντίφαση στους επικριτές

Προτού σταθούμε αναλυτικά σ’ αυτά τα θέματα, ας σταθούμε σε μια πρώτη και γενική αντίφαση που χαρακτηρίζει όλα όσα λένε οι επικριτές του Τρότσκι.

Είναι γνωστό πλατιά στις γραμμές της Αριστεράς ότι η βασική κατηγορία την οποία αντιμετωπίζει ο Τρότσκι από τον χώρο του Σταλινισμού (και Μαοϊσμού) όλων των αποχρώσεων, πάντα και παντού, είναι ότι ήταν Μενσεβίκος. Η βασική ερμηνεία του όρου Μενσεβικισμός είναι κάποιος που ανήκει στο χώρο της Αριστεράς αλλά δεν θέλει επαναστατικές αλλαγές. Μενσεβίκος είναι ο ρεφορμιστής – κάποιος που θέλει να διαχειριστεί το καπιταλιστικό σύστημα αλλά όχι να το ανατρέψει, κι έτσι καταλήγει σε καιροσκόπο, οπορτουνιστή, εμπόδιο και εχθρό των επαναστατικών κινημάτων και ανατροπών.

Όσοι όμως κατηγορούν την ηγεσία του ΚΚΕ για «τροτσκιστική  διολίσθηση» ταυτίζουν τον Τρότσκι με «αριστερισμό», «υπερεπαναστατικότητα» και σεκταρισμό. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή του Μενσεβικισμού.

Τελικά ο Τρότσκι τι ήταν; Ένας χωρίς αρχές ρεφορμιστής καιροσκόπος, ένας Μενσεβίκος; Ένας ακραίος, «αριστεριστής», περιθωριακός, σεκταριστής; Μήπως και τα δύο;

Από τη μεριά των κατηγόρων του Τρότσκι δεν έχουμε μια καθαρή και τεκμηριωμένη κριτική. Απέναντι στον Τρότσκι εξακοντίζονται «αφορισμοί»… πιθανά μέσα από τη δύναμη της αδράνειας από τις εποχές που ο Σταλινισμός ήταν πανίσχυρος και μπορούσε να καθορίζει συνειδήσεις και αντιλήψεις μαζικά μέσα στα λαϊκά στρώματα. 

Όλα δείχνουν πάντως πως η φάβα έχει κάποιο λάκκο. Στην πραγματικότητα καμία από τις πιο πάνω κατηγορίες δεν ισχύει για τον Τρότσκι. Ας ξεκινήσουμε ψάχνοντας λίγο μερικά θέματα ιστορίας…

Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι και οι διαμάχες του Λένιν με τον Τρότσκι

Η κατηγορία του Μενσεβικισμού για τον Τρότσκι, οφείλεται στο γεγονός ότι στη διάσπαση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ)[4] το 1903,όταν το κόμμα διασπάστηκε σε «Πλειοψηφία» (Μπολσεβίκους) και «Μειοψηφία» (Μενσεβίκους)[5] ο Τρότσκι ψήφισε ενάντια στον Λένιν, που είχε την υποστήριξη (οριακά) της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων και υπέρ της μειοψηφίας του συνεδρίου (τους Μενσεβίκους).

Η σύγκρουση του Λένιν με τους Μενσεβίκους το 1903 πήρε φαινομενικά ένα οργανωτικό χαρακτήρα[6]. Ο Τρότσκι θεώρησε πως ο Λένιν ήταν πολύ σκληρός με την παλιά γενιά της ηγεσίας του κόμματος και υπερβολικά διοικητικός, κι έτσι καταψήφισε τις προτάσεις του. Οι πραγματικές πολιτικές διαφορές (Μενσεβίκων και Μπολσεβίκων) αποκαλύφθηκαν στη συνέχεια.

Ο Τρότσκι, το 1903, δεν είχε καταλάβει τι πραγματικά κρυβόταν πίσω από τη διαμάχη για τα οργανωτικά ζητήματα – ως ένα βαθμό και λόγω μικρής εμπειρίας καθώς ήταν μόνο 24 χρόνων και είχε γνωρίσει την παλιά γενιά για ελάχιστο χρόνο σε σχέση με τον Λένιν. Ένα χρόνο μετά, το 1904, έχοντας δει τον πολιτικό δρόμο στον οποίο είχαν μπει οι Μενσεβίκοι διαχώρισε ανοικτά και καθαρά τη θέση του από τις απόψεις τους και προχώρησε στην έκδοση δικής του εφημερίδας[7] και στην οργάνωση μιας νέας συσπείρωσης, πέρα από τους Μπολσεβίκους, τους Μενσεβίκους (και άλλες τάσεις που παραδοσιακά υπήρχαν στο ΣΔΕΚΡ) μαζί με άλλα επιφανή στελέχη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος[8].

Η τελική διάσπαση Μπολσεβίκων και Μενσεβίκων δεν έγινε το 1903 αλλά το 1912. Χρειάζεται βέβαια να τονίσουμε κι εδώ, κάτι στο οποίο θα επανέλθουμε στη συνέχεια, ότι: και σαν διακριτή τάση μέσα στο ΣΔΕΚΡ αλλά και σαν ανεξάρτητη οργάνωση από το 1912 και μετά, οι Μπολσεβίκοι συνεργαζόντουσαν με τους Μενσεβίκους, για ζητήματα του εργατικού κινήματος και της ταξικής πάλης, σε σταθερή βάση.

Όταν έγινε η διάσπαση του 1912, η οποία έγινε με πρωτοβουλία του Λένιν, ο Τρότσκι άστραψε και βρόντηξε, κατηγορώντας τον Λένιν για διασπαστή, και βέβαια σε αντίστοιχους τόνους απάντησε ο Λένιν. Έτσι η σύγκρουση ανάμεσα στις δυο κορυφαίες φυσιογνωμίες της ρωσικής επανάστασης πήρε νέες διαστάσεις.

Όμως, αν κάτι είναι σίγουρο από τα πιο πάνω είναι πως δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει τον Τρότσκι για διασπαστή και σεχταριστή! Ήταν υπέρ της ενότητας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μέχρι το 1912 παρά τις αντιθέσεις των τάσεων και φραξιών στο εσωτερικό του και ενάντια στη διάσπαση του 1912! Η δε κριτική του Λένιν προς αυτόν ήταν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που του γίνεται σήμερα: ήταν υπερβολικά «ενωτικός»!

Το ερώτημα που προκύπτει βέβαια είναι ποιος είχε δίκαιο, ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι, σ’ αυτή την μακρά διαμάχη, από το 1903 μέχρι το 1917;

Η απάντηση είναι πως είχε δίκαιο ο Λένιν. Ο Λένιν κατάλαβε πολύ έγκαιρα τις προοπτικές και το δρόμο που είχαν πάρει οι Μενσεβίκοι. Κατάλαβε από το 1903 πως η ενότητα με τους Μενσεβίκους ήταν αδύνατη σε μακροπρόθεσμη βάση και γι’ αυτό χρειαζόταν η ξεχωριστή οργάνωση των όσων αγωνιστών και κομματιών της Αριστεράς στέκονταν αποφασιστικά και με συνέπεια στις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού – με «στρατηγικό στόχο» τη δημιουργία ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος. Αυτό, βέβαια, είναι διαφορετικό θέμα από την συνεργασία, δηλαδή την ενότητα στη δράση, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, και που θα επαναλαμβάνουμε με κίνδυνο να γίνουμε φορτικοί! Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι είχαν στενή και τακτική συνεργασία και πριν το ’12 και μετά, και κατά την πορεία της επανάστασης του ’17, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Ο Τρότσκι άργησε να κατανοήσει τα πιο πάνω. Συνειδητοποίησε το δίκαιο του Λένιν το 1917, όταν μέσα στη φωτιά των επαναστατικών γεγονότων που ξεκίνησαν τον Φλεβάρη αποκαλύφθηκε ο προδοτικός ρόλος των Μενσεβίκων στην πλήρη του διάσταση. Μετά την επιστροφή του Λένιν από την εξορία και με την εμφάνιση των θέσεων του Απρίλη (δείτε συνέχεια) κι όταν οι Μπολσεβίκοι δεν ήταν ακόμα παρά μια μειοψηφία μέσα στα Σοβιέτ, Λένιν και Τρότσκι συναντήθηκαν και συναποφασίστηκε η ένταξη του ρεύματος του Τρότσκι, των «Μεσραγιόντσι», στην οργάνωση των Μπολσεβίκων.

Αυτό το λάθος του σε σχέση με την κατανόηση της πραγματικής φυσιογνωμίας των Μενσεβίκων, και της υπερβολικής έμφασής του στο θέμα της ενότητας, ο Τρότσκι το αναγνώρισε πολλές φορές στη μετέπειτα πορεία του. Γραπτά, δημόσια και καθαρά αναγνώρισε πως η αδυναμία του να κατανοήσει στην πλήρη τους διάσταση τα αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά των Μενσεβίκων αποτελούσε το πιο μεγάλο λάθος της ιστορικής του διαδρομής! [9]

Αλήθεια πόσοι από τους υπερασπιστές του Σταλινισμού ή των παραφυάδων του μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους αυτοκριτική και ειλικρίνεια;

Συμπέρασμα πρώτο

Αν υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να γίνει κριτική στον Τρότσκι δεν είναι κάποιου είδους σεκταρισμός, αλλά το γεγονός ότι είχε μια υπερβολική εμμονή στα θέματα της ενότητας (τονίζουμε τη διαφορά της «ενότητας» από τη «συνεργασία») της Αριστεράς. Όσοι του ασκούν κριτική μέσα στους διαφωνούντες του ΚΚΕ και αλλού, προφανώς δεν έχουν επαρκή γνώση της διαδρομής του Τρότσκι και τον κατηγορούν για τα ακριβώς αντίθετα απ’ αυτά για τα οποία θα έπρεπε να του κάνουν κριτική! Η υπερβολική έμφαση του Τρότσκι στα ζητήματα της ενότητας ήταν η πιο βασική αιτία της σύγκρουσης του με τον Λένιν, που συχνά έπαιρνε πολύ οξείς τόνους. Αυτό κράτησε μέχρι το 1917 που η συμφωνία τους στα άμεσα και στρατηγικά καθήκοντα της επανάστασης, όπως θα δούμε πιο κάτω, τους ένωσε.

Ο Απρίλης

Ενώ στο θέμα των σχέσεων με τους Μενσεβίκους και της αναγκαιότητας της ανεξάρτητης ύπαρξης  του επαναστατικού κόμματος ο Λένιν είχε δίκαιο, σε ένα άλλο επίπεδο, που αφορούσε τη θεωρία και το στρατηγικό σχεδιασμό της επανάστασης, το δίκαιο ήταν με τον Τρότσκι. Ας πάρουμε κι εδώ τα πράγματα με τη σειρά.

Είναι γενικά γνωστό στο χώρο της Μαρξιστικής Αριστεράς το «κεφάλαιο» που ονομάζεται «Θέσεις του Απρίλη».  Τον Απρίλη του 1917, σε μια ειδική Συνδιάσκεψη του κόμματος των Μπολσεβίκων, ο Λένιν έθεσε τις πολιτικές βάσεις για την νικηφόρα επανάσταση του Οκτώβρη. Με ποιο τρόπο; Με το να καταφέρει να πείσει τους Μπολσεβίκους, μέσα από μια έντονη εσωκομματική διαμάχη, ότι ο στόχος έπρεπε να είναι η πάλη για την ανατροπή της «Προσωρινής Κυβέρνησης» (που ακολούθησε την πτώση του Τσάρου μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17) και η κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους (και την υπόλοιπη επαναστατική Αριστερά) και την εργατική τάξη.

Το θέμα που υποκρύπτει αυτή η «απλή» εκ πρώτης όψεως τοποθέτηση είναι το ακόλουθο: Γιατί χρειάστηκε η παρέμβαση του Λένιν για να καταλήξει το κόμμα των Μπολσεβίκων σ’ αυτή τη θέση; Το ζήτημα είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον: Γιατί υπήρξε εσωκομματική διαμάχη, γι’ αυτό το θέμα; Γιατί χρειάστηκε ειδική Συνδιάσκεψη για να επιτευχθεί αυτό και ενάντια σε ποιους πάλευε ο Λένιν τον Απρίλη;

Η απάντηση είναι η ακόλουθη: ο Λένιν πάλευε ενάντια στην πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος των Μπολσεβίκων!

Η ΚΕ είχε, μέχρι την επιστροφή του Λένιν από την εξορία τον Απρίλη του 17, μία στάση ανοχής στην Προσωρινή Κυβέρνηση[10] η οποία είχε το «φωτοστέφανο» της «επαναστατικής» και «δημοκρατικής» κυβέρνησης που ακολούθησε την πτώση του Τσάρου. Ο Λένιν θεωρούσε την στάση της Κ.Ε. των Μπολσεβίκων εξαιρετικά συμβιβαστική απέναντι στην Προσωρινή Κυβέρνηση και γι’ αυτό απαίτησε την αλλαγή πλεύσης. Αδυνατώντας να πείσει την Κεντρική Επιτροπή ότι ο στόχος των Μπολσεβίκων έπρεπε να είναι η ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης και η εργατική εξουσία, ο Λένιν, απευθύνθηκε σε Συνδιάσκεψη αντιπροσώπων του κόμματος, για να μιλήσει η κομματική βάση. Η Συνδιάσκεψη συμφώνησε με τις δικές του απόψεις τις οποίες αναγκάστηκε να αποδεχθεί η Κεντρική Επιτροπή κι έτσι δρομολογήθηκε, πολιτικά, η εξέγερση του Οκτώβρη. Για όσους έχουν την «περιέργεια» να μάθουν ποιοι ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι για τις λαθεμένες θέσεις της Κ.Ε. των Μπολσεβίκων μέχρι που γύρισε ο Λένιν από την εξορία, η απάντηση είναι: ο Στάλιν και ο Κάμενεφ.

Η ασάφεια (ή το «λάθος») του Λένιν

Επιβάλλοντας αυτή την αλλαγή πορείας στο κόμμα των Μπολσεβίκων ο Λένιν και ο Τρότσκι «συναντήθηκαν» πολιτικά· για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια είχαν πλήρη συμφωνία στα βασικά καθήκοντα της περιόδου και της επανάστασης. Αυτό δεν ίσχυε πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του Φλεβάρη.

Σε όλα τα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης του ’17 (τον Φλεβάρη) ο Λένιν πρόβαλλε τη θέση της πάλης για τη «Δημοκρατική Δικτατορία του Προλεταριάτου και της Αγροτιάς». Με αυτή φόρμουλα που εκ πρώτης όψεως φαίνεται δυσνόητη ο Λένιν φανταζόταν μια νέα, λαϊκή, επαναστατική εξουσία, των εργατικών και αγροτικών μαζών, που θα είχε σαν κύριο έργο της την ανατροπή του Τσαρισμού, τις δημοκρατικές κατακτήσεις, τη διανομή της γης στους καλλιεργητές, ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, κλπ (και με το ξέσπασμα του 1ου παγκοσμίου πολέμου, βέβαια, την έξοδο από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο). Ο Λένιν έβλεπε ότι αυτή η επανάσταση σήμαινε σύγκρουση όχι μόνο με τον Τσαρισμό αλλά και με το κεφάλαιο, την αστική τάξη, αλλά δεν «έβλεπε» με καθαρό τρόπο, την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό.

Μια προσεκτική ματιά στα σχετικά κείμενα του Λένιν δείχνει πως ο Λένιν, πίσω από τη φόρμουλα της «δημοκρατικής δικτατορίας» έβλεπε τη σύγκρουση με το Τσαρικό καθεστώς να μην σταματά στην ανατροπή του τσαρισμού και του φεουδαρχισμού αλλά να προχωρά και στην ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών (που έτσι κι αλλιώς ήταν ταυτισμένοι με τη φεουδαρχική αριστοκρατία). Παρόλα αυτά απέφευγε να προβλέψει με ένα καθαρό τρόπο ότι στην επανάσταση θα κυριαρχούσε η εργατική τάξη και τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά. Έτσι, στο θέμα του χαρακτήρα της επανάστασης και της εξουσίας που θα ακολουθούσε την πτώση του Τσαρισμού, η φόρμουλα που πρότεινε ο Λένιν ήταν στην καλύτερη περίπτωση θολή.

Από  τον Φλεβάρη του’17 (μέσα από τα «Γράμματα από μακριά») και ιδιαίτερα απ’ τον Απρίλη και μετά ο Λένιν εγκατέλειψε αυτή τη θέση (της Δημοκρατικής Δικτατορίας του Προλεταριάτου και της Αγροτιάς) και μάλιστα κατάγγειλε με σκληρές εκφράσεις όσους επέμεναν να παραμένουν προσκολλημένοι σ’ αυτή τη φόρμουλα την οποία χαρακτήρισε σαν ξεπερασμένη. Η ίδια η ζωντανή εμπειρία και η δυναμική της επανάστασης οδήγησε τον Λένιν στο συμπέρασμα ότι η φόρμουλά του αυτή δεν απαντούσε στα καθήκοντα της περιόδου: Το ζήτημα της εξουσίας παιζόταν στις πόλεις και  μάλιστα με τον πιο άμεσο τρόπο·  η εργατική τάξη ήταν μπροστά στη μάχη ενώ η επαρχία ήταν μήνες πιο πίσω· η βασική πολιτική οργάνωση των αγροτικών μαζών, το κόμμα των Σσοσιαλεπαναστατών (ή Εσέρων) έπαιζε το ρόλο του φρένου της επανάστασης. Το μόνο εφικτό και άμεσα πρακτικό επαναστατικό καθήκον ήταν η εργατική εξουσία (η «δικτατορία του προλεταριάτου» σαν απάντηση στη «δικτατορία της αστικής τάξης», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία της εποχής του Λένιν).

Έτσι, με κορυφαία κείμενα/παρεμβάσεις όπως «Οι θέσεις του Απρίλη», «Η καταστροφή που μας απειλεί και πώς να την αντιμετωπίσουμε» αλλά και πολλά άλλα, ο Λένιν θέτει επί τάπητος το θέμα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλιστικού προγράμματος, σαν το μόνο τρόπο εξόδου από την κρίση. Πάνω σ’ αυτή τη βάση έγινε η εξέγερση του Οκτώβρη και η κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ, στα οποία εν τω μεταξύ είχαν πάρει την πλειοψηφία οι Μπολσεβίκοι.

Αυτό ακριβώς όμως ήταν που πρόβλεπε ο Τρότσκι όλη την προηγούμενη περίοδο, και συγκεκριμένα ανάμεσα στην πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905 και την επανάσταση του 1917. Ότι, δηλαδή, ενώ η επανάσταση θα ξεκινούσε με «δημοκρατικά» αιτήματα, για την ανατροπή του Τσάρου, την αναδιανομή της γης, την εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικής δημοκρατίας κλπ, δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σ’ αυτά. Κι ότι, μέσα από τις εσωτερικές δυναμικές που θα ανάπτυσσε, θα έτεινε στην κατεύθυνση της εργατικής εξουσίας. Αυτή είναι η ουσία της Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι, ή κατ’ ακρίβεια ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της θεωρίας της Διαρκούς Επανάστασης.

Οι απολογητές του Σταλινισμού διαστρεβλώνουν και παραποιούν τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης. Λένε ότι μ’ αυτή την θεωρία ο Τρότσκι υποτιμούσε τη σημασία της αγροτιάς κλπ, κλπ. Και πάλι πρόκειται για ψέμα. Το μόνο που έλεγε ο Τρότσκι ήταν πως στην παλλαϊκή επανάσταση των εργατικών, αγροτικών, νεολαιίστικων, μικρομεσαίων κλπ στρωμάτων η εργατική τάξη είναι η μόνη που μπορεί να παίξει ηγετικό (ή ηγεμονικό) ρόλο και να οδηγήσει την επανάσταση του λαού σε νικηφόρο τέλος.

Οποιαδήποτε βασική γνώση των γραπτών και της πολιτικής διαδρομής του Τρότσκι, μέχρι το τέλος της ζωής του, δείχνει ότι: Με όση έμφαση ο Τρότσκι τόνιζε τον ηγεμονικό ρόλο της εργατικής τάξης στους κοινωνικούς αγώνες, με άλλο τόσο εξηγούσε και τόνιζε τη σημασία των αγροτικών στρωμάτων, των μικρομεσαίων στρωμάτων, των αντι-αποικιακών αισθημάτων και αιτημάτων των αποικιακών λαών, των δημοκρατικών αιτημάτων στις αποικίες και τις δικτατορίες, των εθνικών αιτημάτων των καταπιεσμένων εθνοτήτων και μειονοτήτων κοκ. [11]

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ενώ οι συγκρούσεις ανάμεσα στον Λένιν και τον Τρότσκι ήταν πολύ σκληρές αφότου έσπασε η συνεργασία μεταξύ τους το 1903, ποτέ ο Λένιν δεν συγκρούστηκε με τον Τρότσκι για το θέμα της Διαρκούς Επανάστασης. Ήταν φανερό πώς η προβληματική του Τρότσκι σ’ αυτό το επίπεδο τον απασχολούσε.

Το 1917 έφερε κοντά τον Λένιν με τον Τρότσκι, καθώς η ίδια η ζωντανή εμπειρία της επανάστασης έλυσε τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους όλη την προηγούμενη περίοδο. Αξίζει επίσης ν’ αναφέρουμε πως όταν ο Λένιν πρόβαλε τις «Θέσεις του Απρίλη» οι αντίπαλοί του μέσα στο κόμμα τον κατηγόρησαν για… Τροτσκισμό.

Συμπέρασμα δεύτερο

Η πάλη για την «εργατική εξουσία» και το «σοσιαλιστικό πρόγραμμα» σαν στόχος, καθαυτός, δεν είναι λάθος. Το να προβάλλει, ένα μαζικό επαναστατικό σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό κόμμα, την ανάγκη της πάλης για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, το να προβάλλει ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικό για την ανατροπή του συστήματος και να επιδιώκει τη δημιουργία ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου, δεν είναι λάθος (και δεν είναι «τροτσκισμός» όπως τον εννοούν οι κατήγοροι του Τρότσκι). Είναι η ουσία της μαρξιστικής πάλης και Λενινισμός.

Το θέμα είναι πώς το κάνεις. Αυτό μας φέρνει στο θέμα του προγράμματος, και κατ’ ακρίβεια στο θέμα του «Μεταβατικού Προγράμματος».

Το μεταβατικό πρόγραμμα  

Με ποιο πρόγραμμα μπόρεσαν να πείσουν οι Μπολσεβίκοι, ο Λένιν και μαζί τους ο Τρότσκι, τις ρώσικες μάζες να τους ακολουθήσουν; Μήπως φωνάζοντας «σοσιαλισμός» και «επανάσταση» με όλη τη δύναμη της φωνής τους για να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους, σαν οι περισσότερο επαναστάτες; Όχι. Το πρόγραμμα τους ήταν επαναστατικό αλλά δεν ήταν «αριστερίστικο» ή «σεχταριστικό» για να χρησιμοποιήσουμε όρους που χρησιμοποιούνται σήμερα.

Οι Μπολσεβίκοι ξεκινούσαν από τα άμεσα προβλήματα των μαζών, όπως την ανάγκη να σταματήσει ο πόλεμος, να μοιραστεί η γη στους αγρότες, να έχει «ψωμί» ο πληθυσμός των πόλεων. Και περνούσαν σε πρακτικές προτάσεις για την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης οικονομίας όπως την εθνικοποίηση των τραπεζών, την εθνικοποίηση των καπιταλιστικών ομίλων και βιομηχανιών, την κατάργηση του εμπορικού μυστικού, το σχεδιασμό της οικονομίας μέσα από φορείς ανά κλάδο παραγωγής κλπ, κλπ. Και, τέλος, συνέδεαν αυτά τα αιτήματα με την ανάγκη να περάσει η εξουσία στα εργατικά στρώματα, μέσα από το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», όπου «σοβιέτ» δεν ήταν κάτι μεταφυσικό ή «θεωρητικό», αλλά οι επιτροπές και τα συμβούλια βάσης που είχε χτίσει το μαζικό κίνημα για να συντονίζει τους αγώνες και την επανάστασή του[12].

Κορυφαία έκφραση αυτού του προγράμματος και από τα πιο σημαντικά έργα στη μαρξιστική φιλολογία είναι το κείμενο του Λένιν «Η καταστροφή που μας απειλεί και πως να την αντιμετωπίσουμε». Η μπροσούρα αυτή του Λένιν γράφτηκε το Σεπτέμβρη του 1917, δηλαδή μέσα στη φωτιά της επανάστασης και μερικές βδομάδες πριν από την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Η μέθοδος που χαρακτηρίζει τη μπροσούρα αυτή είναι η μέθοδος του «μεταβατικού προγράμματος». Δηλαδή, η κατανόηση πως για να νικήσει η επανάσταση θα πρέπει το Επαναστατικό Κόμμα, οι Μπολσεβίκοι στην προκειμένη, να καταφέρουν να συνδέσουν τα άμεσα αιτήματα με τα μακροχρόνια – με τον στρατηγικό δηλαδή στόχο της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Να μετατρέψουν έτσι την ιδέα της επανάστασης και της εργατικής εξουσίας σε μια σειρά συγκεκριμένων και πρακτικών μέτρων τα οποία να μπορούν να αγκαλιάσουν μαζικά και για τα οποία να παλέψουν, τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Η επανάσταση, με άλλα λόγια, δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα: είναι μια σειρά πρακτικών και συγκεκριμένων μέτρων τα οποία απαντούν σε συγκεκριμένα προβλήματα με συγκεκριμένο τρόπο – και που η εφαρμογή τους περνά μέσα από την πάλη των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.

Τονίζουμε το εξής: με βάση τον Λένιν και την εμπειρία της ρωσικής επανάστασης του ’17, ακόμα και στα πρόθυρα της κατάληψης της εξουσίας είναι απαραίτητο ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» κι όχι οι «επαναστατικές κραυγές»!

Ποια είναι η σχέση του Τρότσκι τώρα μ’ αυτή τη μεθοδολογία, με το Μεταβατικό Πρόγραμμα; Εδώ το πράγμα αρχίζει και γίνεται λίγο αστείο, καθώς τα τελευταία χρόνια η ιδέα ενός «μεταβατικού προγράμματος» αγκαλιάζεται όλο και πιο πλατιά από τμήματα της Αριστεράς (Ευρωκομμουνιστές, Κρατικοκαπιταλιστές, Αριστερούς Ρεφορμιστές, Μαοϊκούς κοκ) που, όμως, συμπεριφέρονται σαν να μην ξέρουν ότι η ίδια η ιδέα του Μεταβατικού Προγράμματος είναι ταυτισμένη με τον Τρότσκι!

Λίγη σοβαρότητα παρακαλούμε πάρα πολύ και… αν δεν είναι τόσο δύσκολο, και λίγη ειλικρίνεια… Η μεθοδολογία αυτή, του «Μεταβατικού Προγράμματος», δεν είναι απλά κάτι με το οποίο ο Τρότσκι και το ρεύμα που εκπροσωπεί συμφωνούν, είναι οργανικό στοιχείο του Τροτσκισμού, είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες του Τροτσκισμού. [13]

Τώρα, αν κάποιες από τις ομάδες ή οργανώσεις που μιλούν στο όνομα του Τρότσκι έχουν μετατρέψει το Μεταβατικό Πρόγραμμα σε κουρελόχαρτο, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οι σοβαροί αναλυτές οφείλουν να σταθούν στη διαδρομή του Τρότσκι καθαυτή, καθώς δεν είναι δυνατόν ο Τρότσκι να θεωρείται υπεύθυνος για την κακομεταχείριση των θέσεων του από τους επιγόνους του, όπως δεν είναι δυνατό ο Λένιν να θεωρείται υπεύθυνος για τη διαστρέβλωση των θέσεων του μετά το θάνατό του απ’ την ίδια την «κομμουνιστική» διεθνή του Στάλιν.

Η έκφραση «μεταβατικό πρόγραμμα» σαν τέτοια δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ από τον Λένιν ή τους Μπολσεβίκους. Χρησιμοποιήθηκε και καθιερώθηκε από τον Τρότσκι και τους (σοβαρούς) συνεχιστές του ρεύματός του, ακριβώς επειδή ο Στάλιν και η κλίκα του, όταν πήραν την ηγεσία της Διεθνούς μετά το θάνατο του Λένιν το ’24, εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά τη μέθοδο του μεταβατικού προγράμματος, όπως και συνολικά τον επαναστατικό σοσιαλισμό και Μαρξισμό.

Συμπέρασμα τρίτο

Ο Τρότσκι δεν έχει καμία σχέση με υπερεπαναστατικές «κραυγές» και με την προβολή ενός προγράμματος που το μόνο που ουσιαστικά λέει είναι «εργατική εξουσία», «σοσιαλισμός» και «επανάσταση» και που παραπέμπει στη «δευτέρα παρουσία», για να λυθούν, τότε, όλα τα προβλήματα, όπως κάνει στην ουσία το πρόγραμμα του ΚΚΕ.

Δούλεψε και πάλεψε μαζί με τον Λένιν για τη νίκη της επανάστασης του Οκτώβρη (αυτός μάλιστα σαν πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης οργάνωσε την εξέγερση που ανέτρεψε την Προσωρινή Κυβέρνηση) στη βάση του προγράμματος που οδήγησε τους Μπολσεβίκους στην εξουσία τον Οκτώβρη του ’17.

Οι Μπολσεβίκοι κέρδισαν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης προβάλλοντας ένα πρόγραμμα που συνέδεε την πάλη για τα άμεσα καθημερινά προβλήματα με το στόχο της εργατικής εξουσίας και της εφαρμογής ενός σοσιαλιστικού προγράμματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν το θάνατο του Λένιν η σταλινική «κομμουνιστική» Διεθνής εγκατέλειψε τη μεθοδολογία αυτή και τη μάχη για τη διάσωσή της την έδωσε ο Τρότσκι προβάλλοντας και καθιερώνοντας την ορολογία του Μεταβατικού Προγράμματος στον αντίποδα των σταλινικών τυχοδιωκτισμών.

Το λάθος στο ΚΚΕ δεν είναι ότι προβάλλει την αναγκαιότητα της εργατικής εξουσίας, της αντικαπιταλιστικής πάλης, του αντικαπιταλιστικού μετώπου, και του σοσιαλισμού. Αυτό είναι σωστό και εντελώς απαραίτητο. Το λάθος είναι ότι δεν συνδέει το σοσιαλιστικό αύριο στο οποίο αναφέρεται με την πάλη του σήμερα – με τα σημερινά προβλήματα, τα σημερινά αιτήματα και τους σημερινούς αγώνες. Το λάθος είναι ότι δεν έχει ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα, όπως αυτό που είχαν οι Μπολσεβίκοι το 1917 και που με σθένος υπεράσπισε ο Τρότσκι μέχρι τη δολοφονία του από τον πράκτορα του Στάλιν, Ραμόν Μερκαντέρ, το 1940.

Αντικαπιταλιστική πάλη και Ενιαίο Μέτωπο

Ας πάμε τώρα στο θέμα των συνεργασιών, αφού ο σεκταριστικός απομονωτισμός του ΚΚΕ αποδίδεται από πολλούς διαφωνούντες του ΚΚΕ στο υποτιθέμενο φλερτ της Αλέκας και του Μαΐλη με τον «νεο-τροτσκισμό».

Ο Τρότσκι δεν ήταν βέβαια μια τυχαία φυσιογνωμία. Αν ήταν δεν θα έμπαινε κανείς στον κόπο να ασχολείται μαζί του τρεις γενιές μετά τη δολοφονία του. Μπήκε στην συντακτική ομάδα της Ισκρα (την εφημερίδα των εξόριστων Ρώσων μαρξιστών) σε ηλικία μόλις 23 χρόνων, μαζί με μερικά από τα «ιερά τέρατα του ρωσικού μαρξισμού (Πλεχάνωφ, Λένιν, κλπ) έχοντας δραπετεύσει από την Σιβηρία όπου είχε εξοριστεί. Ήταν πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης στην επανάσταση του 1905, παρότι δεν ανήκε ούτε στους Μενσεβίκους ούτε στους Μπολσεβίκους, σε ηλικία μόλις 26 χρόνων. Ήταν ξανά πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης το 1917 (και αυτός που οργάνωσε πρακτικά την εξέγερση του Οκτώβρη, όπως γράψαμε πιο πάνω). Ήταν ο ίδιος που πήρε ένα εξαθλιωμένο και διαλυμένο στρατό το 1918, και μαζί με τους εργάτες των πόλεων έφτιαξε τον Κόκκινο Στρατό, αναχαιτίζοντας την επίθεση των Γερμανών και στη συνέχεια των πάνω από 20 ιμπεριαλιστικών στρατών που επιχείρησαν να καταπνίξουν τη ρωσική επανάσταση.

Θαυμαστά πράγματα! Πώς είναι δυνατό να καταφέρει κανείς όλα αυτά αν στο μυαλό του κυριαρχεί η «σεκταριστική τρέλα» που του αποδίδουν οι αντίπαλοί του; Γιατί αν ένα πράγμα είναι καθαρό είναι ότι ο Τρότσκι ήταν ένας άνθρωπος που απολάμβανε της εμπιστοσύνης του μαζικού κινήματος και των κορυφαίων στελεχών και αγωνιστών του, όπως και το ότι ήταν στην πρώτη γραμμή και των ταξικών μαχών αλλά και της θεωρητικής αναζήτησης και πάλης. Σαν τέτοιος ήταν υπέρμαχος του «Ενιαίου Μετώπου».

Ας πάρουμε ξανά τα πράγματα με τη σειρά.

Οι αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς

Όποιος θέλει να ασχοληθεί με κάποια στοιχειώδη σοβαρότητα με τον επαναστατικό σοσιαλισμό και τον μαρξισμό δεν μπορεί να μην μελετήσει τα γραπτά και τις αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το Ενιαίο Μέτωπο το 1921 και 1922.

Σ’ αυτά τα κείμενα η Κομμουνιστική Διεθνής αποφάσισε ότι τα Κομμουνιστικά Κόμματα διεθνώς έπρεπε να απευθύνουν προτάσεις συνεργασίας στα υπόλοιπα αριστερά κόμματα και συνδικάτα πέραν των Κομμουνιστικών. Αυτό στην πράξη σήμαινε συνεργασία με τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (τότε ανήκαν στο χώρο της Αριστεράς – δείτε σημείωση [4]) που αποτελούσαν στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων τα κύρια κόμματα της εργατικής τάξης στις διάφορες χώρες.

Οι σχέσεις με τους Σοσιαλδημοκράτες, όμως, κάθε άλλο παρά καλές ήταν. Μόλις είχε περάσει ένα μεγάλο επαναστατικό κύμα που είχε σαρώσει όλη την Ευρώπη την περίοδο 1918 με 1920, τα Κομμουνιστικά Κόμματα είχαν δημιουργηθεί στη πλειοψηφία των περιπτώσεων μέσα από συγκρούσεις και διασπάσεις των Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων και, ακόμα χειρότερα, η επανάσταση στην Ευρώπη χάθηκε, ηττήθηκε, εξαιτίας του προδοτικού ρόλου των Σοσιαλδημοκρατών. Στη δε Γερμανία οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν υπεύθυνοι και για τη δολοφονία των κορυφαίων επαναστατών Ρόζας Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπνεχτ.

Η πλήρης ονομασία της τακτικής αυτής των Μπολσεβίκων (που είχαν μετονομαστεί σε Κομμουνιστικό Κόμμα) και των άλλων κομμάτων της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ήταν Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο. Δεν είχε στόχο την συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες, καθώς αυτοί δεν ήταν διατεθειμένοι να παλέψουν για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την εργατική εξουσία. Αλλά είχε σαν στόχο την πάλη για τα καθημερινά προβλήματα, ενάντια στις επιθέσεις των άρχουσων τάξεων στην Ευρώπη και διεθνώς.

Το Ενιαίο Μέτωπο μπορεί να μεταφραστεί σε «κοινή δράση» ή «ενότητα στη δράση» των εργατικών (ή αριστερών) κομμάτων και οργανώσεων. Δεν σημαίνει πολιτική ενότητα ή συγχώνευση διαφορετικών ιδεολογικά οργανώσεων. Μπορεί να ξεκινά από τα πιο απλά θέματα (όπως την πάλη για μισθούς και συντάξεις) να επεκτείνεται σε πιο σύνθετες και με μεγαλύτερη διάρκεια συνεργασίες με τη μορφή πλατιών «κοινωνικών και πολιτικών μετώπων», μπορεί να αποτελεί μια εκλογική συνεργασία, κοκ.

Η τακτική αυτή δεν ήταν κάτι καινούργιο για τους Μπολσεβίκους. Στην πράξη την είχαν εφαρμόσει στη Ρωσία σε όλη την ιστορία τους, συνεργαζόμενοι με τους Μενσεβίκους και την υπόλοιπη Αριστερά. Την είχαν εφαρμόσει και στην περίοδο της επανάστασης από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη, καλώντας μάλιστα τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς (τους Μενσεβίκους και τους Σοσιαλεπαναστάτες) σε συνεργασία για συγκεκριμένα ζητήματα πάλης, ακόμα και όταν οι τελευταίοι ήταν στην κυβέρνηση!

Αυτό ας το σημειώσουμε! Είναι δυνατό να συνεργάζεσαι με κάποιους που είναι στην κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που παλεύεις για να τους ανατρέψεις; Ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι μαζί και με τον Τρότσκι απαντάνε θετικά σ’ αυτό το ερώτημα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η συνεργασία αυτή βοηθά την ταξική πάλη και το προχώρημα της ταξικής συνείδησης στην κατεύθυνση του στόχου της επαναστατικής ανατροπής!

Ας γίνουμε συγκεκριμένοι. Το πιο γνωστό παράδειγμα συνεργασίας των Μπολσεβίκων με τους Μενσεβίκους ήταν όταν ο στρατηγός Κορνίλοφ επιχείρησε να καταπνίξει την επανάσταση με πραξικόπημα, τον Αύγουστο του 1917. Τότε, Μπολσεβίκοι και Μενσεβίκοι συνεργάστηκαν για να τον αντιμετωπίσουν και με απεργιακά και με ένοπλα μέσα. Το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ κατέρρευσε, προτού καλά-καλά καταφέρει να εκδηλωθεί. Σ’ αυτό έπαιξε καταλυτικό ρόλο το γεγονός ότι η εργατική τάξη, η οποία βρισκόταν κάτω από την επιρροή των Μπολσεβίκων και των Μενσεβίκων, στάθηκε σύσσωμη ενάντια στην επικείμενη στρατιωτική δικτατορία του Κορνίλοφ. 

Οι Μπολσεβίκοι λοιπόν ήταν θετικοί σε συνεργασίες με τους Μενσεβίκους, όταν αυτό βοηθούσε τις ανάγκες του κινήματος, παρόλο που, όπως γράψαμε πιο πάνω, οι Μενσεβίκοι ήταν στην κυβέρνηση και οι Μπολσεβίκοι στην αντιπολίτευση! Μάλιστα την περίοδο του Ιούλη και Αυγούστου του ’17 οι Μπολσεβίκοι ήταν στην παρανομία! Τους είχαν θέσει εκτός νόμου οι… Μενσεβίκοι (μαζί με τους Σοσιαλεπαναστάτες)! Ο Λένιν ήταν κρυμμένος για να μη συλληφθεί, ο δε Τρότσκι είχε συλληφθεί και ήταν φυλακισμένος! Όταν ο Κορνίλοφ ξεκίνησε με τα στρατεύματά του για να καταλάβει το κέντρο της επανάστασης, την Πετρούπολη, η Προσωρινή Κυβέρνηση, πανικόβλητη, αναγκάστηκε να αφήσει ελεύθερους τους πολιτικούς κρατούμενους για να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Οι Μπολσεβίκοι, τότε, προχώρησαν σε Ενιαίο Μέτωπο με τους Μενσεβίκους (και την υπόλοιπη Αριστερά) ενάντια στον Κορνίλοφ.

Την Προσωρινή Κυβέρνηση αποτελούσαν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, δυο αριστερά κόμματα, οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες, κι ένα κόμμα της αστικής τάξης, οι Καντέτοι (δείτε σημ. 10). Δηλαδή είχαμε μια κυβέρνηση των κομμάτων της Αριστεράς με τα λεγόμενα «προοδευτικά» ή «δημοκρατικά» τμήματα των πολιτικών εκπροσώπων της άρχουσας τάξης. Αυτό το φαινόμενο το είδαμε ξανά, σε πιο μεγάλη έκταση στη δεκαετία του ’30, και με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Ισπανία και τη Γαλλία, όταν η Αριστερά προχώρησε σε συνεργασία σε κυβερνητικό επίπεδο με τα λεγόμενα δημοκρατικά τμήματα της αστικής τάξης. Αυτά ήταν τα Λαϊκά Μέτωπα της δεκαετίας του ’30. Η κυβέρνηση Μενσεβίκων, Σοσιαλεπαναστατών και Καντέτων το 1917, η «Προσωρινή Κυβέρνηση», ήταν το πρώτο Λαϊκό Μέτωπο στην ιστορία.

Ας προσέξουμε τώρα μερικές κρίσιμες πτυχές της τακτικής των Μπολσεβίκων. Οι Μπολσεβίκοι δεν μπήκαν ποτέ στο Λαϊκό Μέτωπο, με επικεφαλής τον Κερένσκι (πρωθυπουργός – ανήκε στους Εσέρους/Σοσιαλεπαναστάτες)! Αλλά το ανέτρεψαν – έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό τους τον στόχο από τον Απρίλη, μετά την επιστροφή του Λένιν από την εξορία! Την ίδια όμως στιγμή σε επίπεδο κομματικών οργανώσεων και βάσης της κοινωνίας (τονίζουμε, όχι κυβέρνησης!) οι Μπολσεβίκοι εφάρμοζαν την τακτική του Ενιαίου (Εργατικού) Μετώπου. Ήταν δηλαδή θετικοί στη συνεργασία με τους Μενσεβίκους (και Σοσιαλεπαναστάτες) στη βάση της κοινής πάλης για τα κοινά προβλήματα, σε ταξική βάση κι ενάντια στο κεφάλαιο, όπου αυτό ήταν δυνατό.

Συμπέρασμα τέταρτο

Οι Μπολσεβίκοι ήταν υπέρ του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου και ενάντια στο Λαϊκό Μέτωπο – την κυβερνητική δηλαδή συνεργασία της Αριστεράς με την αστική τάξη, που εφάρμοζε ένα  πρόγραμμα που εγκατέλειπε τα συμφέροντα των προλεταριακών στρωμάτων στο όνομα της (αναγκαιότητας της) συνεργασίας με τους καπιταλιστές. Όχι μόνο αυτό, έτσι απλά. Στην πραγματικότητα έκτισαν το πρώτο και το χρησιμοποίησαν σαν εργαλείο για να ανατρέψουν το δεύτερο!

Το θέμα που προκύπτει επομένως δεν είναι αν κάποιος είναι υπέρ των μετώπων ή όχι. Το θέμα είναι υπέρ ποιου μετώπου και με ποιους στόχους.

Το ΚΚΕ σήμερα δεν έχει καμία πολιτική κανενός μετώπου. Η κριτική που πρέπει να του γίνεται είναι ότι δεν υιοθετεί την τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Αυτή η τακτική στην πράξη, στις σημερινές συνθήκες, μεταφράζεται σε συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, εκεί που είναι δυνατό και που υπηρετεί τα συμφέροντα του κινήματος.

Η συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο των ταξικών ζητημάτων, αιτημάτων και αγώνων είναι ένα τελείως διαφορετικό θέμα από τη συμμετοχή σε κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ!

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ, μελλοντικά και αφαιρετικά, επιμένει σε ένα πρόγραμμα διαχείρισης του καπιταλισμού και της κρίσης του (όπως κάνει σήμερα η πλειοψηφία στην ηγετική του ομάδα) τότε ένα λενινιστικό κομμουνιστικό κόμμα θα έπρεπε να αρνηθεί να συμμετάσχει σε μια τέτοια κυβέρνηση. Το τι θα είναι και πώς θα συμπεριφέρεται ο ΣΥΡΙΖΑ όμως, σε μερικά χρόνια από σήμερα, δεν είναι δεδομένο – εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ένας από τους οποίους, για να μην πούμε ο σημαντικότερος μάλιστα, είναι το ίδιο το ΚΚΕ.  Η γνώμη μας είναι ότι αν το ΚΚΕ είχε μια σωστή προγραμματική και (ενιαιο)μετωπική πολιτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να προκαλέσει κατακλυσμιαίες  διεργασίες στο εσωτερικό του, ωθώντας το μεγαλύτερο τμήμα του στο να μεταμορφωθεί σε μια πολύ ισχυρή δύναμη ανατροπής. Δυστυχώς η ηγεσία του ΚΚΕ δεν έχει ούτε σωστή προγραμματική ούτε σωστή (ενιαιο)μετωπική πολιτική.

Αν είχε, θα ακολουθούσε την εξής τακτική: θα απαντούσε θετικά στα ενωτικά καλέσματα του ΣΥΡΙΖΑ και θα έθετε προς συζήτηση, ανοικτά και δημόσια, μπροστά στο εργατικό κίνημα και όλη την κοινωνία το πρόγραμμα πάνω στο οποίο θα στηριζόταν η συνεργασία. Έτσι, η κοινωνία, αντί να συζητά την άρνηση του ΚΚΕ να συνεργαστεί, θα συζητούσε το πρόγραμμα της εξόδου από την κρίση που δεν είναι άλλο από ένα μεταβατικό/σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Ποιος θα κέρδιζε απ’ αυτή τη συζήτηση; Οι ρεφορμιστικές λογικές της δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ ή οι δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού μέσα στην Αριστερά; Χωρίς καμία αμφιβολία, οι τελευταίες!

Η σταλινική «κομμουνιστική» Διεθνής στη δεκαετία του ’30

Μετά το θάνατο του Λένιν, το 1924, ο Σταλινισμός έθαψε μαζί του και την τακτική του Ενιαίου Μετώπου.

Μετά την κρίση του 1929 έκανε ένα σάλτο προς έναν άκρατο σεκταρισμό, αρνούμενο τη συνεργασία με οποιονδήποτε άλλο στις γραμμές του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Ξεκινούσε από την ανόητη θεωρία ότι η κρίση του 29 ήταν η τελευταία κρίση του καπιταλισμού (ο ίδιος ο Λένιν είχε εξηγήσει πως τέτοιο πράγμα, «τελευταία κρίση του καπιταλισμού», δεν υπάρχει). Με βάση αυτή τη «θεώρηση» υποστήριζε ότι το καθήκον της ανατροπής του καπιταλισμού και της εργατικής εξουσίας ήταν άμεσο και ότι όποιος δεν υποστήριζε αυτή την πρόταση ήταν προδότης, πράκτορας της αστικής τάξης, κοκ. Εδώ, το πρώτο λάθος συνοδεύτηκε από ένα δεύτερο, με μια έννοια σοβαρότερο, γιατί μέσα στα λαϊκά στρώματα δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει πλήρης επαναστατική συνείδηση και μαρξιστική αντίληψη για να βγουν στους δρόμους κι έτσι να κάνουν την επανάσταση πράξη. Και το τρίτο λάθος στη σειρά είναι ότι ταύτισε τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα της εποχής με τους… φασίστες! Τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ακριβώς επειδή ήταν ρεφορμιστικά κι ενάντια στην εργατική-σοσιαλιστική επανάσταση, κατά τη σταλινική ανάλυση δεν ήταν τίποτε άλλο από μια άλλη μορφή του φασισμού («Σοσιαλφασιμός» ήταν ο νέος όρος που ανακαλύφθηκε). Καμία συνεργασία λοιπόν με τους Σοσιαλφασίστες, πράκτορες της αντίδρασης και του κεφαλαίου…  

Αυτή ήταν η λεγόμενη 3η περίοδος της σταλινικής πια «κομμουνιστικής» Διεθνούς. Ήταν η περίοδος του ακραίου σεκταρισμού.

Όταν η σταλινική ηγεσία της ΕΣΣΔ και της «κομμουνιστικής» διεθνούς έλεγαν ότι οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν το ίδιο (ή και χειρότεροι) με τους φασίστες, οι πραγματικοί φασίστες δυνάμωναν, ειδικά στη Γερμανία όπου το ’33 ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία. Και τότε, βλέποντας την πολιτική της να οδηγείται στην καταστροφή και το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα να εξοντώνεται από τις χιτλερικές ορδές, η σταλινική «κομμουνιστική» Διεθνής έκανε ένα νέο σάλτο στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, μια στροφή 180ο και «βρέθηκε» στη θεωρία των Λαϊκών Μετώπων. Δηλαδή, τη συνεργασία των Κομμουνιστικών Κομμάτων όχι μόνο με τα Σοσιαλδημοκρατικά εργατικά κόμματα αλλά και με τα αστικά κόμματα, τα υποτιθέμενα «προοδευτικά» ή «δημοκρατικά» κόμματα της άρχουσας τάξης, και τη συμμετοχή όλων αυτών σε κυβερνήσεις.

Από τον άκρατο σεκταρισμό δηλαδή, σ’ ένα πανικόβλητο, ακραίο οπορτουνισμό, που θα ζήλευαν και οι φανατικότεροι ρεφορμιστές.

Συμπέρασμα πέμπτο

Η σταλινική «κομμουνιστική διεθνής» αρνήθηκε το Ενιαίο Μέτωπο, μια κρίσιμης σημασίας τακτική των Μπολσεβίκων! Κι όταν ο σεκταρισμός αυτός τους οδήγησε σε πανωλεθρία στη Γερμανία έκαναν ένα απίθανο σάλτο, στα Λαϊκά Μέτωπα: την συγκυβέρνηση με τους ρεφορμιστές και τους αστούς. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση έχουμε την ποδοπάτηση των αρχών του Μπολσεβικισμού και του Λενινισμού.

Το θέμα των Λαϊκών Μετώπων θα χρειαζόταν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση και επέκταση, ιδιαίτερα καθώς δημιουργείται σύγχυση ανάμεσα στην ιστορική μορφή που πήρε το Λαϊκό Μέτωπο και σε ένα «λαϊκό μέτωπο» όπως το αντιλαμβάνεται ο καθένας, με την έννοια δηλαδή του μετώπου των πλατιών λαϊκών στρωμάτων: εργατών, υπαλλήλων, νέων, αγροτών, μικρομεσαίων κοκ. Δεν υπάρχει ο χώρος εδώ για μια τέτοια εκτενή ανάλυση. Περιοριζόμαστε επομένως να πούμε ότι όπου επιχειρήθηκε το Λαϊκό Μέτωπο, με την ιστορική, κλασσική μορφή που του προσέδωσε ο Σταλινισμός στη δεκαετία του ’30, τα αποτελέσματα ήταν τραγικά. Προπολεμικά η ισπανική επανάσταση χάθηκε και η Γαλλική κοινωνική έκρηξη του 35-36 έσβησε κι άφησε τη χώρα ανήμπορη απέναντι στην εισβολή του Χίτλερ. Μεταπολεμικά η εφαρμογή αυτής της πολιτικής στην Ελλάδα οδήγησε το ΕΑΜ στη Βάρκιζα και στην ήττα του εμφύλιου, ενώ στη Χιλή του Αγιέντε μερικές δεκαετίες αργότερα οδήγησε το λαϊκό κίνημα στα νύχια του Πινοσέτ.

Κάποιος μπορεί να παραθέσει σαν αντίλογο στα πιο πάνω, την εμπειρία από τα «Λαϊκά Μέτωπα» που είχαν δημιουργηθεί στην Ανατολική Ευρώπη μετά την ήττα του Ναζισμού για να δείξει ότι εκεί τα Λαϊκά Μέτωπα οδήγησαν αυτές τις κοινωνίες στο σοβιετικό μπλοκ (τον «σοσιαλισμό» κατά το ΚΚΕ). Αυτή η προσέγγιση δεν είναι σωστή: αυτό που οδήγησε αυτές τις χώρες στο σοβιετικό μπλοκ δεν ήταν τα λαϊκά μέτωπα που κυβερνούσαν αλλά το γεγονός ότι την πραγματική εξουσία σ’ αυτές τις χώρες τις είχαν τα σοβιετικά στρατεύματα.

Έχοντας σημειώσει τα πιο πάνω, πρέπει να τονίσουμε ότι, ιστορικά, τα Λαϊκά Μέτωπα (στην κλασσική τους μορφή) αντανακλούσαν μια εξαιρετική άνοδο του επιπέδου της ταξικής πάλης στις συνθήκες του καπιταλισμού. Λειτουργούσαν απελευθερωτικά για τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες και έφερναν το θέμα της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη ένα βήμα κοντύτερα. Αυτό σε πρώτη φάση. Γιατί το Λαϊκό Μέτωπο, εξ ορισμού, δεν μπορούσε να έχει ένα πρόγραμμα ανατροπής του καπιταλισμού αφού ήταν μέτωπο των εργατικών οργανώσεων με την άρχουσα τάξη. Επομένως αργά ή γρήγορα το Λαϊκό Μέτωπο θα στρεφόταν ενάντια στην επαναστατική πάλη του εργατικού κινήματος. Και στο βαθμό που η Αριστερά συμμετείχε στο Λαϊκό Μέτωπο, αντί να ακολουθήσει την τακτική του Λένιν και των Μπολσεβίκων, η προδοσία ήταν προδιαγεγραμμένη.

Και ο Τρότσκι;

Από την εξορία στην οποία βρισκόταν από το ’28 και μετά, ο Τρότσκι πάλευε με όλη τη δύναμη που είχε υπέρ του Ενιαίου Μετώπου, ειδικά του Ενιαίου Μετώπου ενάντια στο φασισμό.

Ο Τρότσκι είχε κατανοήσει σε βάθος το χαρακτήρα του φασιστικού φαινομένου και προειδοποιούσε με αγωνία πως αν ο Χίτλερ κατάφερνε να πάρει την εξουσία θα εξόντωνε κάτω από τη «σιδερένια φτέρνα» του φασισμού και τις κομμουνιστικές και τις σοσιαλιστικές και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις – κάθε μορφή οργάνωσης που είχε οποιαδήποτε σχέση με την εξυπηρέτηση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων. Γι’ αυτό καλούσε απεγνωσμένα τους κομμουνιστές και σοσιαλιστές εργάτες, να προχωρήσουν στη συγκρότηση ενός Ενιαίου Μετώπου ενάντια στο Φασισμό.

Την ίδια περίοδο ο Στάλιν και η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας έγραφαν πως… δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας γιατί μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Χίτλερ θα τα θαλάσσωνε και θα κατέρρεε, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στην εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και την ίδια στιγμή απαντούσαν στον Τρότσκι κατηγορώντας τον… ότι ήταν πράκτορας του Χίτλερ και φασίστας!

Συμπέρασμα έκτο

Το ΚΚΕ έχει μια πολιτική ολοκληρωτικού απομονωτισμού, καταγγέλλοντας τους πάντες λίγο πολύ σαν «προδότες». Ο Τρότσκι ήταν ενωτικός από την πρώτη στιγμή της πολιτικής του πορείας μέχρι το τέλος. Ήταν από τους βασικούς «θεωρητικούς» μαζί με τον Λένιν, της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου και επέμενε σ’ αυτή την τακτική (με ιδιαίτερη έμφαση απέναντι στην άνοδο του φασισμού) μέχρι το τέλος της ζωής του.

Η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ δεν έχει καμία, μα καμία σχέση με τις ιδέες και τη δράση του Τρότσκι σε κανένα σημείο και με κανένα τρόπο, σε ολόκληρη την πολιτική του διαδρομή.[14]

Η μεγάλη σημασία των διαφωνιών στο εσωτερικό του ΚΚΕ  

Έχοντας αναπτύξει όλα τα πιο πάνω, πρέπει όχι απλά να πούμε αλλά να τονίσουμε ότι πίσω από την κριτική των διαφωνούντων του ΚΚΕ, ακόμα κι αυτών που θεωρούν λανθασμένα πως η ηγεσία του ΚΚΕ σύρεται στον «Τροτσκισμό», υπάρχει ένα εξαιρετικά σημαντικό και θετικό στοιχείο: είναι το συμπέρασμα στο οποίο οι σύντροφοι αυτοί έχουν καταλήξει ότι η πολιτική του κόμματος είναι λαθεμένη και ότι κεντρικό πρόβλημα σ’ αυτό το λάθος είναι η πολιτική της άρνησης των συμμαχιών (ή μετώπων) που ακολουθεί η ηγεσία του κόμματος. Αυτή είναι η βάση ώστε να υπάρξει μια ολοκληρωμένη αντιπρόταση στη σημερινή πορεία του κόμματος. Γιατί αυτό είναι που χρειάζεται: μια ολοκληρωμένη αντιπρόταση στην πολιτική γραμμή του κόμματος. Και αυτό χρειάζεται ασφαλώς να γίνει δημόσια και τολμηρά και να επιδιωχθεί η συμπόρευση με τις δυνάμεις εκείνες στην Αριστερά που έχουν ένα παρόμοιο σκεπτικό. Κάτι τέτοιο θα σημαίνει ασφαλώς την οργή της κομματικής γραφειοκρατίας τη λασπολογία και τις διαγραφές όσων παραμένουν στο κόμμα και διαφωνούν. Αυτό όμως είναι το κόστος που πρέπει να πληρωθεί για να υπηρετηθούν οι ανάγκες του κινήματος και τα πραγματικά συμφέροντα της Αριστεράς συνολικά.

Ξεκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, χρειάζεται η αναζήτηση των απαντήσεων να γίνει σε βάθος, να υπάρξει επιστροφή στις «ρίζες». Είναι γεγονός ότι τα στελέχη που σήμερα διαφωνούν με την ηγεσία, είχαν διαπαιδαγωγηθεί για δεκαετίες στο σχολείο του ίδιου του ΚΚΕ. Και είναι επομένως φυσικό να προσπαθούν, σε πρώτη φάση, να βρουν απαντήσεις στα σημερινά αδιέξοδα του κόμματος στρεφόμενοι στις ιδέες με τις οποίες γαλουχήθηκαν. Σαν αποτέλεσμα βλέπουμε σε αρκετούς απ’ αυτούς μια έντονη επιθετικότητα προς τον Τρότσκι.

Υπάρχει ακόμα ένας λόγος που ωθεί πολλούς τέτοιους αγωνιστές σ’ αυτό το δρόμο. Κι αυτό τον αναφέραμε ήδη πιο πάνω: είναι η έλλειψη σοβαρότητας που χαρακτηρίζει κάποιες οργανώσεις ή άτομα που μιλούν στο όνομα του Τροτσκισμού. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να αναγνωρίσουμε καθαρά. Σε μια Αριστερά η οποία έχει περάσει τα πάνδεινα, έχει φάει το κεφάλι της ξανά και ξανά και στην Ελλάδα και διεθνώς, σε μια χώρα στην οποία η Αριστερά μπορεί να «περηφανεύεται» ή να ντρέπεται για την ύπαρξη 40 και περισσότερων διαφορετικών οργανώσεων, δεν υπάρχει χώρος που να μην έχει και ομάδες ή άτομα που στερούνται σοβαρότητας. Κι αυτοί συνήθως κάνουν περισσότερη «φασαρία» από τους άλλους. Σαν αποτέλεσμα μερικοί από τους διαφωνούντες του ΚΚΕ μιλούν για τα «τροτσκιστικά γρκουπούσκουλα» με εντελώς υποτιμητικό τρόπο.

Χρειάζεται όμως πολιτική και θεωρητική αναζήτηση χωρίς προκαταλήψεις. Όταν έμπειροι αγωνιστές ανακαλύπτουν τα όρια της πολιτικής του κόμματος στο οποίο πίστεψαν για δεκαετίες, χρειάζεται να τα βάλουν όλα κάτω, στο τραπέζι, από την αρχή. Άλλο η έλλειψη σοβαρότητας κάποιων ομάδων κι άλλο η συμβολή του Τρότσκι. Το θέμα δεν είναι προσωπικό, δεν αφορά τον Τρότσκι σαν άτομο. Αφορά τη μεθοδολογία που εκπροσωπούσε ο Τρότσκι και η οποία είναι εντελώς επίκαιρη και απαραίτητη (και) στην εποχή που ζούμε και την περίοδο που διανύουμε.

Η αναζήτηση των «λαθών» του ΚΚΕ επομένως, οφείλει να πάει πίσω, πολύ πίσω. Οφείλει να αναζητήσει τις ρίζες του προβλήματος στο ίδιο το φαινόμενο του Σταλινισμού, στην ιστορική πορεία από τον Οκτώβρη μέχρι τον θάνατο του Λένιν κι από τότε μέχρι σήμερα, στην εξόντωση των διαφωνούντων στην ΕΣΣΔ από τον Στάλιν, και τελικά στην κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου το 1989. Γιατί, το «τείχος» δεν έπεσε από την εξωτερική παρέμβαση, όσο και αν κι αυτή έπαιξε το ρόλο της. Έπεσε πρώτα και κύρια από τα μέσα.

Επίλογος

Η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ είναι στην πραγματικότητα αντίστοιχη της πολιτική της 3ης περιόδου της σταλινικής διεθνούς, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες και με τις ιδιαιτερότητες της σημερινής εποχής και περιόδου. Αυτή η πολιτική ήταν τραγικά λαθεμένη, με τον ίδιο τρόπο που ήταν λαθεμένη η πολιτική που την αντικατέστησε στη συνέχεια, αυτή των Λαϊκών Μετώπων. Είναι και οι δύο πτυχές του ίδιου φαινομένου, που βρίθει από αντιφάσεις και αντιθέσεις: του Σταλινισμού.

Το ΚΚΕ ποτέ δεν εφάρμοσε την τακτική του Ενιαίου Μετώπου και των συνεργασιών, είτε πριν είτε μετά τη Μεταπολίτευση. Αντιμετώπιζε με εξαιρετική επιθετικότητα κάθε άλλη κίνηση στην Αριστερά. Για να καταλήξει στη συνέχεια, το 1989, σε κοινή κυβέρνηση με τη ΝΔ και μετά και με το ΠΑΣΟΚ, όλοι μαζί, στην Οικουμενική. Και όταν η πολιτική της συμμετοχής στην αστική διακυβέρνηση έφερε τα ολέθρια αποτελέσματα που έφερε, με τη διάσπαση του ΚΚΕ σε τρία κομμάτια (ΚΚΕ, ΣΥΝ και ΝΑΡ) έγινε η στροφή στον απόλυτο απομονωτισμό, σε ένα σεκταρισμό ανάλογο της 3ης περιόδου της σταλινικής Διεθνούς. Ακόμα και όταν στα μέσα στης δεκαετίας του ’90, στο 15ο συνέδριο, το ΚΚΕ μιλούσε για την ανάγκη ενός πλατιού κοινωνικού μετώπου αγώνα ενάντια στα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό κλπ (το ΑΑΔΜ – Αντιμονοπωλιακό Αντιιμπεριαλιστικό Δημοκρατικό Μέτωπο) το ΚΚΕ αρνιόταν κάθε συνεργασία με την υπόλοιπη Αριστερά και επεδίωκε να δρομολογήσει σταδιακά τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος μέσα από τη δημιουργία του ΠΑΜΕ.

Πως γίνεται να είναι όλα αυτά μαζί το ίδιο φαινόμενο; Γίνεται, από τη στιγμή που το φαινόμενο είναι από τη φύση του γεμάτο αντιφάσεις. Γιατί ο Σταλινισμός από την πρώτη στιγμή της γένεσής του φέρει μια τρομακτική αντίφαση στο εσωτερικό του. Από τη μια πρέπει να μιλά υπέρ της επανάστασης και του σοσιαλισμού, αφού η (όποια) δύναμή του οφείλεται στο γεγονός ότι εμφανίζεται σαν ο κληρονόμος του Λένιν και του Μπολσεβικισμού. Κι από την άλλη πρέπει να πνίγει με κάθε τρόπο την επανάσταση γιατί αυτή προϋποθέτει τη ζωντανή και ουσιαστική συμμετοχή και πρωτοβουλία των εργατικών μαζών κάτι που ο Σταλινισμός δεν είναι ποτέ δυνατό να αποδεχτεί γιατί εξ ορισμού τον αναιρεί και τον ανατρέπει. Απ’ αυτή την τρομακτική αντίφαση ο σταλινισμός είναι αδύνατο να ξεφύγει. Και γι’ αυτό όσο υπάρχει, κι όπου υπάρχει, είναι καταδικασμένος να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα.

Πώς γίνεται όμως ένας φορέας να ακολουθεί μια τόσο αντιφατική πορεία χωρίς «λογική» αρχή, μέση και τέλος και αυτό το «πράγμα» να συνεχίζει να υπάρχει; Γίνεται από τη στιγμή που όποιος τολμήσει να εκφράσει διαφορετική άποψη στέλνεται στο «πυρ το εξώτερον». Ο Σταλινισμός, σαν πολιτικό ρεύμα, αναγκαστικά συνοδεύεται από γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό: απαγορεύονται οι διαφωνίες με την ηγεσία, όποιος το κάνει ανήκει στο στρατόπεδο του εχθρού.

Και είναι δυνατό να επιβιώσει ένας φορέας με τόσες πολλές αντιφάσεις και τέτοια χαρακτηριστικά; Όχι. Μακροπρόθεσμα όχι. Στην πραγματικότητα ο Σταλινισμός κατέρρευσε μαζί με τη Σοβιετική Ένωση μετά το ’89. Εξακολουθεί όμως να διατηρεί σε μερικές χώρες, όπως την Ελλάδα και την Πορτογαλία, σημαντική επιρροή, που όμως δεν έχει καμία σχέση με την τεράστια ισχύ του στο παρελθόν.

Για να σβήσει το σταλινικό φαινόμενο πρέπει να χτιστούν οι δυνάμεις του επαναστατικού μαρξισμού σε μαζικό επίπεδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κλείσει τον κύκλο του Σταλινισμού στην Ελλάδα γιατί φοβάται την επανάσταση (όσο κι αν σε μεγάλα τμήματά του αρέσει τόσο πολύ να μιλούν ρομαντικά γι’ αυτήν). Αναπτύσσονται όμως νέες δυνάμεις, και στην κοινωνία και στα κινήματα και μέσα στα μαζικά κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) και στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Σ’ αυτές τις δυνάμεις βρίσκεται η ελπίδα για το μέλλον. Σ’ αυτήν την προσπάθεια οι διαφωνούντες, διαγραμμένοι και μη, του ΚΚΕ μπορούν να παίξουν ένα πραγματικά σημαντικό ρόλο.


Σημειώσεις
[1] Δείτε: «Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη», Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ, 15-16 Ιούλη 1995
[2] Σεκταρισμός: η πολιτική συμπεριφορά που χαρακτηρίζει μικρές ομάδες που θεωρούν πως κατέχουν την απόλυτη αλήθεια και λειτουργούν με τρόπο μεσσιανικό. Στην πλειοψηφία αφορά μικρές ομάδες που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας αλλά κάτω από κάποιες συνθήκες αφορά και κόμματα με αρκετά μαζική απήχηση, όπως το ΚΚΕ σήμερα ή τα κόμματα της Κομμουνιστικής διεθνούς την περίοδο 1928 με 1933
[3] Στο χώρο των διαφωνούντων του ΚΚΕ υπάρχει –σε μερικούς– μία λανθασμένη αντίληψη ότι υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» και το «αντικαπιταλιστικό μέτωπο» που –υποτίθεται ότι– προτείνει η ηγεσία του ΚΚΕ και το «πλατύ λαϊκό-κοινωνικό μέτωπο» που έχει ανάγκη η κοινωνία για να αντιμετωπίσει την επίθεση που δέχεται από την Τρόικα και την άρχουσα τάξη. Στην πραγματικότητα τα δύο δεν είναι αντιφατικά μεταξύ τους – απαιτείται δουλειά και για τα δύο, παράλληλα και ταυτόχρονα, όπως επιχειρεί να εξηγήσει το κείμενο στη συνέχειά του.
[4] Τα Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα εκείνης της εποχής δεν είχαν τα χαρακτηριστικά των σημερινών Σοσιαλιστικών ή Σοσιαλδημοκρατικών Κομμάτων. Ήταν κόμματα της εργατικής τάξης και όλα χωρίς εξαίρεση δήλωναν πίστη στις ιδέες του Κάρλ Μάρξ.
[5] Ο όρος Μπολσεβίκος σημαίνει Πλειοψηφία (κατ’ ακρίβεια «που ανήκει στην Πλειοψηφία») και Μενσεβίκος, Μειοψηφία.
[6] Δείτε, για τη διάσπαση του 1903,  Λένιν: «Ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω».
[7] Το όνομα αυτής, «Νατσαλό» που μεταφράζεται σε… «Ξεκίνημα».
[8] Μαζί με τον Τρότσκι και τους «Μεσραγιόντσι» (όπως ονομαζόταν η συσπείρωση στην οποία συμμετείχε το 1917, πριν από την ενοποίηση με τους Μπολσεβίκους, υπήρχαν ηγετικές φυσιογνωμίες όπως οι Λουνατσάρσκι, Ριαζάνοφ, Γιόφε, Ουρίτσκι, Βολοντάρσκυ κλπ. Οι Μεσραγιόντσι ήταν μία από τις 6 συσπειρώσεις (ή «φράξιες» – ο όρος αυτός δεν είχε την αρνητική φόρτιση που του προσέδωσε στη συνέχεια ο Σταλινισμός) που υπήρχαν στις γραμμές του ΣΔΕΚΡ.
[9] Για παράδειγμα, στο έργο του «Στην Υπεράσπιση του Μαρξισμού» (εκδόσεις Αλλαγή, σελ 200) γραμμένο το 1940 και μερικούς μόνο μήνες πριν από τη δολοφονία του, κι επομένως ένα από τα πιο ώριμα έργα του και με μεγάλη απόσταση από τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται) ο Τρότσκι έγραφε, διατηρώντας την παράδοση της ανοιχτής κριτικής και αυτοκριτικής που χαρακτήριζαν όχι μόνο αυτόν αλλά και τον Λένιν και όλους τους μεγάλους επαναστάτες:
«…Στο νου μου έχω το λεγόμενο μπλοκ του Αυγούστου του 1912. Εγώ συμμετείχα δραστήρια σ’ αυτό το μπλοκ. Με μια ορισμένη έννοια, το δημιούργησα εγώ. Πολιτικά διαφωνούσα με τους Μενσεβίκους πάνω σ’ όλα τα θεμελιώδη ζητήματα. Διαφωνούσα επίσης με τους υπεραριστερούς Μπολσεβίκους, τους Βπεριοντίστ. Στο γενικό πολιτικό προσανατολισμό, ήμουν πολύ πιο κοντά στους Μπολσεβίκους. Αλλά ήμουνα ενάντια στο λενινιστικό «καθεστώς» γιατί δεν είχα ακόμα μάθει να καταλαβαίνω ότι, για να πραγματοποιηθεί ο επαναστατικός σκοπός, ήταν απαραίτητο ένα σταθερά σφυρηλατημένο συγκεντρωτικό κόμμα.
[10] Την Προσωρινή Κυβέρνηση αποτελούσαν οι Μενσεβίκοι μαζί με τους Κοινωνικούς Επαναστάτες, ή Σοσιαλεπαναστάτες, ή Εσέρους όπως είναι περισσότερο γνωστοί και τους Συνταγματικούς Δημοκράτες ή Καντέτους. Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες ήταν κόμματα της Αριστεράς. Οι πρώτοι, αποτελούσαν τη «δεξιά» πτέρυγα του ΣΔΕΚΡ και στην πρώτη φάση της επανάστασης μετά το Φλεβάρη είχαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη από τους Μπολσεβίκους στις πόλεις. Οι δεύτεροι ήταν το μεγαλύτερο κόμμα/οργάνωση της Αριστεράς, με την επιρροή τους όμως να είναι κύρια στις αγροτικές μάζες – στην επαρχία κι όχι στις πόλεις. Οι Συνταγματικοί Δημοκράτες, ή Κανέτοι, ήταν το «δημοκρατικό» κόμμα της άρχουσας τάξης, ένα κόμμα που επεδίωκε ένα «δημοκρατικό καθεστώς» αντί του τσαρικού, μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και των υφιστάμενων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών της Ρωσίας.
[11] Διαβάστε χαρακτηριστικά τη «Διαρκή Επανάσταση» του Τρότσκι καθώς και το «Μεταβατικό πρόγραμμα».
[12] Σ’ αυτά τα γενικά πλαίσια αξίζει να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά σε ένα από τα πιο σημαντικά αιτήματα των Μπολσεβίκων, αυτή την περίοδο: το σύνθημα «κάτω οι 10 αστοί υπουργοί». Όπως αναφέραμε πιο πάνω οι Μπολσεβίκοι είχαν θέσει το στόχο της ανατροπής της Προσωρινής Κυβέρνησης μετά την υιοθέτηση των θέσεων του Απρίλη. Όμως ο πολιτικός αυτός στόχος δεν μεταφράστηκε στο σύνθημα «κάτω η Προσωρινή Κυβέρνηση», αλλά στο σύνθημα «κάτω οι 10 αστοί υπουργοί» – οι υπουργοί που δεν ανήκαν στην Αριστερά αλλά στο αστικό κόμμα των Συνταγματικών Δημοκρατών (Καντέτων). Οι Μπολσεβίκοι δηλαδή, αντί να καλούν υπέρ της πτώσης των κομμάτων της Αριστεράς από την κυβερνητική εξουσία καλούσαν τα κόμματα της Αριστεράς που ήταν στην κυβέρνηση να διώξουν τους αστούς συνεργάτες τους! Αυτό είχε να κάνει ακριβώς με την προσπάθεια των Μπολσεβίκων να μιλήσουν με μια γλώσσα προσεκτική και ευαίσθητη στις εργατικές και λαϊκές μάζες που είχαν ακόμη αυταπάτες στα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς και να τις «κερδίσουν», θέτοντας τις ηγεσίες των άλλων αριστερών κομμάτων μπροστά στα επαναστατικά καθήκοντα που οι μάζες κατανοούσαν και συμμερίζονταν, με πρακτικό και συγκεκριμένο τρόπο. Πόσα, δυστυχώς, έτη φωτός μακριά απ’ αυτή την προσέγγιση βρίσκονται η ηγεσία του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ…
[13] Δείτε, σχετικά: «Η θανάσιμη αγωνία του καπιταλισμού και τα καθήκοντα της 4ης Διεθνούς – Το Μεταβατικό Πρόγραμμα» (http://www.marxistbooks.gr/metavatiko_a.htm) καθώς επίσης και «Ο Τρότσκι συζητάει για το Μεταβατικό» (http://www.marxistbooks.gr/metavatiko_g.htm)
Παρότι πολλοί μιλούν σήμερα (πια) για την ανάγκη ενός μεταβατικού προγράμματος σαν απάντηση στην κρίση, αυτό δεν σημαίνει πως υπάρχει απ’ όλους σωστή η ολοκληρωμένη κατανόηση της μεθοδολογίας του Μεταβατικού Προγράμματος. Συχνά, για παράδειγμα, το μεταβατικό πρόγραμμα αντιδιαστέλλεται σε ένα αντικαπιταλιστικό/επαναστατικό/σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Αναπτύσσεται μια επιχειρηματολογία του είδους «σήμερα δεν είναι ώρα για ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, είναι ώρα για ένα μεταβατικό πρόγραμμα». Αυτό είναι λάθος. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι η γέφυρα που συνδέει τις ανάγκες, τα αιτήματα και την πάλη του σήμερα, με την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου και το σοσιαλιστικό αύριο. Έτσι, το μεταβατικό πρόγραμμα είναι εξ ορισμού σοσιαλιστικό πρόγραμμα – είναι ο δρόμος για να φτάσει το εργατικό κίνημα στη σοσιαλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία ξεκινώντας από το «σημερινό» επίπεδο συνείδησης και ταξικών ισοζυγίων.
[14] Μερικοί από τους διαφωνούντες του ΚΚΕ στρέφονται στο 15ο συνέδριο για να απαντήσουν στο σημερινό σεκταρισμό του ΚΚΕ.
Στο 15ο συνέδριο του το ΚΚΕ αποφάσισε την πολιτική του Αντιιμπεριαλιστικού, Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου – ΑΑΔΜ. Όμως η απάντηση στην αδιέξοδη πολιτική που εφαρμόζει το ΚΚΕ σήμερα, δεν βρίσκεται στο 15ο συνέδριο. Γιατί η ουσία της πρότασης του ΑΑΔΜ ήταν ένα Λαϊκό Μέτωπο. Ήταν μάλιστα ένα λαϊκό μέτωπο στα χαρτιά, γιατί ακόμα και τότε το ΚΚΕ αρνιόταν την συνεργασία με οποιονδήποτε, εκτός αν κάποιος ήταν διατεθειμένος να στερηθεί την ανεξαρτησία του και να υποταχθεί στο ΚΚΕ. Και τότε, όπως και σήμερα, το ΚΚΕ αρνιόταν κάθε συνεργασία με άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, ειδικά τον ΣΥΝ, θεωρώντας πάντα ότι ο πιο μεγάλος κίνδυνος για το εργατικό κίνημα προέρχεται από τις ανταγωνιστικές προς το ΚΚΕ, άλλες οργανώσεις και κόμματα της Αριστεράς.
Το ΚΚΕ δεν είχε σωστή πολιτική στα μέσα της δεκαετίας του 90 η οποία εγκαταλείφθηκε μετά (πότε, αλήθεια;). Ήταν λάθος τότε όπως είναι και σήμερα. Απλώς έχουμε διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας λαθεμένης πολιτικής. Όπως η σημερινή πολιτική του ΚΚΕ δεν έχει καμία σχέση με την επαναστατική πολιτική των Μπολσεβίκων και του Λένιν, με τον ίδιο τρόπο και το 15ο συνέδριο του ΚΚΕ δεν έχει καμία σχέση με τους Μπολσεβίκους και τον Λένιν.

Recent Articles