Την Τρίτη 2 Αυγούστου, στα πλαίσια του 29ου κάμπινγκ Antinazi Zone-Y.R.E., το «Ξ» διοργάνωσε συζήτηση με θέμα «Ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι διεθνείς του προεκτάσεις» με ομιλητές τον Αντρέα Παγιάτσο εκ μέρους του «Ξ» και τον Βαγγέλη Λιγάση εκ μέρους της οργάνωσης «Κόκκινο Νήμα».
Τη συζήτηση παρακολούθησαν σύντροφοι και συντρόφισσες όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από διάφορες χώρες, όπως από την Ταϊβάν, την Τουρκία, τη Ρουμανία, τη Βραζιλία και την Κύπρο. Στην πλούσια κουβέντα που ακολούθησε, έγιναν πολλές τοποθετήσεις για τις συνέπειες του πολέμου στην οικονομία, το περιβάλλον και την κοινωνία.
Ακολουθεί η εισήγηση του σ. Αντρέα Παγιάτσου, ελαφρώς επιμελημένη.
_________________
Ο πόλεμος στην Ουκρανία που βρίσκεται σε εξέλιξη, δεν είναι απλά ένας πόλεμος που αφορά μόνο δύο χώρες. Πρόκειται για έναν πόλεμο με τεράστιες διεθνείς προεκτάσεις, με γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες. Αξίζει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό του πώς φτάσαμε ως εδώ.
Ιστορικό υπόβαθρο
Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 υπήρξε συμφωνία ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκτεινόταν προς τα ανατολικά, δηλαδή δεν θα προσπαθούσε να περικυκλώσει τη Ρωσία. Αυτή η συμφωνία αθετήθηκε από τις ΗΠΑ – στα χρόνια τα οποία ακολούθησαν, μέχρι και σήμερα, 14 χώρες από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ.
Το 2013 ξεκίνησε η προσπάθεια να δημιουργηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες προκειμένου να ενταχθεί και η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ – θέμα που συζητιόταν από το 2008. Η εκλεγμένη φιλορωσική κυβέρνηση ανατράπηκε το 2013 μέσα από ένα κίνημα πολιτών το οποίο σε μεγάλο βαθμό βρισκόταν κάτω από την καθοδήγηση της ουκρανικής Ακροδεξιάς και στηριζόταν από τις ΗΠΑ και την ΕΕ.
Αυτό προκάλεσε αυτόματα την αντίδραση της Ρωσίας η οποία ενσωμάτωσε την Κριμαία στη Ρώσικη Ομοσπονδία. Την ίδια στιγμή προκλήθηκε αντίδραση στις ρωσόφωνες περιοχές της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ουκρανίας (το 30% του του πληθυσμού της Ουκρανίας είναι Ρωσόφωνοι) με εξεγέρσεις αλλά και με τη διενέργεια δημοψηφισμάτων με τη συντριπτική πλειοψηφία να τοποθετείται υπέρ της αυτοδιάθεσής τους, διακηρύσσοντας την ανεξαρτησία τους από την Ουκρανία. Η ουκρανική κυβέρνηση ξεκίνησε έναν αιματηρό «εμφύλιο» πόλεμο ενάντια σε αυτές τις περιοχές που διήρκεσε 8 χρόνια (από το 2014 μέχρι την φετινή ρωσική εισβολή) με τους νεκρούς να φτάνουν τις 15.000.
Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας έγιναν διάφορες προσπάθειες προκειμένου να επιτευχθεί κάποιου είδους συμφωνία για να διευθετηθεί το πρόβλημα. Μέσα από αυτές τις προσπάθειες προέκυψαν δυο διεθνείς συμφωνίες, οι Μινσκ Ι και Μινσκ ΙΙ. Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν εκτεταμένη αυτονομία στις ρωσόφωνες περιοχές του Ντονέτσκ και Λουχάνσκ. Η ουκρανική κυβέρνηση υπέσκαψε τις συμφωνίες αυτές, αξιοποιώντας τον χρόνο για να εξοπλιστεί καλύτερα με τη βοήθεια της Δύσης και εξαπολύοντας τους ακροδεξιούς (Τάγμα Αζόφ, Δεξιός Τομέας, κτλ) ενάντια στις ρωσόφωνες επαρχίες.
Τον Φλεβάρη του 2022 η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, στο όνομα της «προστασίας» των πληθυσμών του Ντονμπάς. Όμως δεν έμεινε μόνο εκεί. Επιχείρησε να ρίξει την κυβέρνηση Ζελένσκι και να καταλάβει το Κίεβο, αλλά χωρίς επιτυχία. Μετά από αυτή την αποτυχία επικεντρώθηκε στη μάχη στα ανατολικά και νότια της Ουκρανίας με αποτέλεσμα τεράστια εδάφη να έχουν περάσει σε ρωσικό έλεγχο. Αυτή τη στιγμή τα κατειλημμένα εδάφη αντιστοιχούν στο 26% της επικράτειας. Το ρωσικό καθεστώς έχει δηλώσει πως στόχος του είναι να καταλάβει την ανατολική, νοτιοανατολική και νότια Ουκρανία και όλα δείχνουν ότι είναι έτοιμο να επεκταθεί και στην Μολδαβία. Ο στόχος του ρωσικού καθεστώτος είναι αρκετά καθαρός: να χρησιμοποιήσει τους ρωσόφωνους πληθυσμούς σε γειτονικές χώρες, σαν βάση, για να καταλάβει τα εδάφη στα οποία κατοικούν προκειμένου να επεκτείνει τη ρωσική επικράτεια.
Η θέση της Αριστεράς
Με το ξέσπασμα αυτού του πολέμου βλέπουμε τη δημιουργία στρατοπέδων μέσα στην κοινωνία. Από τη μια των φανατικών Ουκρανόφιλων που παλεύουν ενάντια στη Ρωσία, όπως η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η ελληνική άρχουσα τάξη, μαζί με τις δυνάμεις που είναι στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τις ΗΠΑ. Από την άλλη είναι οι Ρωσόφιλοι οι οποίοι, παρότι στην Ελλάδα δεν έχουν «κοινοβουλευτική εκπροσώπηση», αποτελούν σημαντικά ποσοστά του πληθυσμού.
Η Αριστερά, δεν έχει κανέναν λόγο να αναλωθεί σε αυτή την αντιπαράθεση. Χρειάζεται να πάρει θέση με βάση τα ταξικά συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων στις δύο χώρες και διεθνώς και όχι τα «εθνικά» συμφέροντα των αντιμαχόμενων πλευρών.
Στην πλευρά της Ουκρανίας, η κυβέρνηση Ζελένσκι είναι μια αντιδραστική κυβέρνηση, στηριγμένη σε ακροδεξιούς, η οποία αιματοκυλάει μια σημαντική μειονότητα, τη ρωσόφωνη. Αντίστοιχα, στην πλευρά της Ρωσίας, η κυβέρνηση του Πούτιν είναι επίσης αντιδραστική και αυταρχική και προχωράει σε εισβολή στην Ουκρανία για να πετύχει τους στόχους που αναφέρουμε πιο πάνω.
Την ίδια στιγμή, στο έδαφος της Ουκρανίας εξελίσσεται ένας πόλεμος ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία. Σε σχέση με αυτό δεν υπάρχει καμία υπερβολή – όσο κι αν κάποια κομμάτια της Αριστεράς διεθνώς κάνουν πως δεν το βλέπουν. Αν η Ουκρανία ήταν μόνη της απέναντι στη Ρωσία, θα κατέρρεε σε λίγες ημέρες ή βδομάδες. Αυτό που επιτρέπει στην Ουκρανία να αντιστέκεται είναι η στήριξη που έχει από τη Δύση και το γεγονός ότι δέχεται τεράστιες ποσότητες οπλισμού – τις μεγαλύτερες ποσότητες όπλων που έχουν μεταφερθεί σε οποιαδήποτε άλλη φάση, παγκόσμια, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.
Με άλλα λόγια, ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι στην ουσία του ένας πόλεμος ανάμεσα σε μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με το ΝΑΤΟ από τη μια πλευρά και τη Ρωσία, που είναι η δεύτερη ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη, από την άλλη.
Από την άλλη και η Ρωσία αντίστοιχα δεν είναι μόνη της. Αν η Ρωσία ήταν μόνη της απέναντι στο ΝΑΤΟ, δεν θα άντεχε για πολύ. Έχει όμως τη στήριξη της Κίνας, κι όχι μόνο. Η συμμαχία της Κίνας με τη Ρωσία είναι ο δεύτερος ισχυρότερος πόλος που αναπτύσσεται στον πλανήτη πέρα από το Δυτικό μπλοκ των ΗΠΑ, ΕΕ, ΝΑΤΟ.
Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η Αριστερά δεν πρέπει να πάρει το μέρος καμίας αντιδραστικής δύναμης. Οφείλει να σταθεί στο πλάι του ουκρανικού και του ρωσικού λαού που χάνουν τις ζωές τους, αλλά και στους ρωσόφωνους οι οποίοι έχουν πληρώσει πολύ βαρύ φόρο αίματος μέσα στην Ουκρανία σε αυτήν τη διαμάχη. Συνεπώς, δεν πρέπει να στηρίξει ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε την κυβέρνηση του Ζελένσκι ούτε την κυβέρνηση Πούτιν.
Ο εχθρός βρίσκεται στο εσωτερικό
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, που παλεύει ενάντια στο σύστημα, πρέπει να ξεκινά από μια βασική θέση που χαρακτήριζε τους επαναστάτες σοσιαλιστές στην ιστορική τους διαδρομή, σε όλη τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα: «ο εχθρός βρίσκεται στο εσωτερικό».
Με άλλα λόγια, για τους Ρώσους επαναστάτες, ο βασικός εχθρός πρέπει να είναι ο Πούτιν – σε αντίθετη περίπτωση ταυτίζονται με τους εθνικιστές της Ρωσίας. Για την επαναστατική Αριστερά της Ουκρανίας ο κύριος εχθρός είναι ο Ζελένσκι ο οποίος με τις πολιτικές του συνέβαλε τα μέγιστα στο να οδηγηθούν οι Ουκρανοί εργαζόμενοι και νέοι στη σφαγή. Στην πάλη ενάντια στον Ζελένσκι οι Μαρξιστές θα έπρεπε να επιδιώξουν να κινητοποιήσουν όχι μόνο τους εργαζόμενους στην Ουκρανία αλλά και τους ρωσόφωνους πληθυσμούς που υποφέρουν από το καθεστώς του Ζελένσκι. Αν υπήρχε μια ισχυρή επαναστατική Αριστερά στην Ουκρανία θα όφειλε να υποστηρίξει το δικαίωμα των ρωσόφωνων πληθυσμών που πληρώνουν με αίμα το δικαίωμά τους στην αυτοδιάθεση, ενάντια στους ακροδεξιούς και στην εθνικιστική κυβέρνηση Ζελένσκι.
Αυτή η θέση ισχύει, τηρουμένων των αναλογιών, και για την ελληνική Αριστερά. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δώσει περισσότερα όπλα στην Ουκρανία, από ότι έχουν δώσει πολλές άλλες χώρες, πολύ ισχυρότερες, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία. Είναι ευθύνη της Αριστεράς να αποκαλύψει τα ψέματα και τη φοβερή υποκρισία της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά και των δυτικών κυβερνήσεων οι οποίες πολεμούν στην Ουκρανία δήθεν στο όνομα της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και της «ειρήνης».
Η υποκρισία της Δύσης
Το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει το ΝΑΤΟ και τη Δύση στην Ουκρανία, είναι η ειρήνη! Το τελευταίο πράγμα που θα δεχτούν σ’ αυτή τη φάση είναι να προχωρήσει ο Ζελένσκι σε κάποιου είδους ειρηνευτική συμφωνία προκειμένου να κλείσει το μέτωπο του πολέμου. Αυτό που επιθυμεί η Δύση είναι να συνεχιστεί ο πόλεμος ελπίζοντας ότι τα ρωσικά στρατεύματα και η ρωσική οικονομία θα υποστούν τεράστια πλήγματα.
Οι δυτικές δυνάμεις δεν ενδιαφέρονται αν χάνονται χωρίς σταματημό ανθρώπινες ζωές, φτάνει να προκληθούν αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας. Θέλουν –και δεν το κρύβουν– να προκαλέσουν οικονομική αιμορραγία ώστε η ρωσική οικονομία να «γονατίσει» ελπίζοντας πως, σε συνδυασμό με τις απώλειες ανθρώπινων ζωών, θα δημιουργηθούν κοινωνικά κινήματα και αντιδράσεις που θα ανατρέψουν τον Πούτιν.
Ο Ζελενσκι έχει δηλώσει πως έχει 1 εκατομμύριο ανθρώπους έτοιμους να πολεμήσουν με τα όπλα που θα δίνει η Δύση. Αν ο Ζελένσκι υλοποιήσει αυτό το σχέδιο τότε θα μιλάμε για μια απερίγραπτη σφαγή!
Πρέπει να τονίσουμε πως πολλοί που τώρα δείχνουν ιδιαίτερα «ευαισθητοποιημένοι» με τον πόλεμο στην Ουκρανία, σε άλλες περιπτώσεις δεν έδειξαν την ίδια ευαισθησία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με εκτιμήσεις, η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003 είχε σαν αποτέλεσμα 1 εκατομμύριο νεκρούς (υπάρχουν εκτιμήσεις που ανεβάζουν τον αριθμό σε 1,35 εκατομμύρια νεκρούς). Οι υπερασπιστές της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας» δεν συγκινήθηκαν για το Ιράκ, αλλά συγκινούνται για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ούτε συγκινήθηκαν για την Παλαιστίνη που εδώ κι έναν αιώνα σφαγιάζονται άνθρωποι – αντίθετα υποστηρίζουν σταθερά την ισραηλινή κυβέρνηση.
Ταυτόχρονα, αναφέρουν ότι είναι ο πρώτος πόλεμος στην Ευρώπη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά «ξεχνάνε» τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία στον οποίο είχαν άμεση συμμετοχή στη δεκαετία του ’90, όπως επίσης ξεχνάνε τον πόλεμο στην Κύπρο το 1974. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας υποστήριξαν ένοπλα την αυτοδιάθεση των εθνοτήτων, στην περίπτωση των Ρωσόφωνων (για να μην αναφέρουμε πάλι τους Παλαιστίνιους) τέτοια δικαιώματα δεν υπάρχουν. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο.
Ο ρωσικός πολιτισμός αντιμετωπίζεται με έναν ρατσισμό απέναντι στους Ρώσους που δεν έχει προηγούμενο. Φτάνουν στο σημείο να μποϋκοτάρουν τη ρωσική κλασική μουσική, τη ρωσική λογοτεχνία κοκ – μιλάμε για παράνοια. Παράλληλα έχουν απαγορεύσει τη μετάδοση ειδήσεων από τη πλευρά της Ρωσίας, με στόχο να καλύψουν το «βρώμικο» παιχνίδι της παραπληροφόρησης που παίζουν οι ίδιοι στις πλάτες των λαών.
Άλλη μια πράξη κολοσσιαίας υποκρισίας αποτελεί το ζήτημα των προσφύγων. Οι πρόσφυγες από Συρία, Αφγανιστάν και άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής που προσπαθούν όλα τα προηγούμενα χρόνια να περάσουν τα σύνορα της Ευρώπης για να ξεφύγουν από τη φρίκη του πολέμου, πνίγονται στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, αλλά οι Ουκρανοί πρόσφυγες είναι καλοδεχούμενοι. Ξαφνικά βρίσκονται τα κονδύλια τα οποία επιτρέπουν την είσοδο και το μοίρασμα αυτών των προσφύγων στις διάφορες χώρες υποδοχής. Είναι οι μόνοι στους οποίους προσφέρονται τα δικαιώματα που θα έπρεπε να απολαμβάνουν όλοι οι πρόσφυγες.
Συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία
Με βάση την λογική που χαρακτηρίζει τη Δύση, ότι δηλαδή ότι η Ρωσία πρέπει να ηττηθεί με κάθε κόστος, οι δυτικές δυνάμεις είναι διατεθειμένες να ρίξουν ολόκληρο τον πλανήτη σε μια αστάθεια που δεν έχει προηγούμενο.
Τα στοιχεία της οικονομικής κρίσης είναι αρκετά εμφανή και η τάση σαφέστατη. Παντού υπάρχει υψηλός πληθωρισμός. Οι βιομηχανικές χώρες της Δύσης έχουν να δουν τέτοιου είδους πληθωρισμό εδώ και 40-50 χρόνια. Οι τιμές της ενέργειας, των τροφίμων, των βιομηχανικών μετάλλων και των λιπασμάτων έχουν απογειωθεί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, επιπλέον, να σπρώχνονται κάτω από το όριο της φτώχειας και δεκάδες επιπλέον εκατομμύρια να είναι αντιμέτωπα με τη βαρβαρότητα του υποσιτισμού.
Την ίδια στιγμή εγκαταλείπεται κάθε σχέδιο (σοβαρό σχέδιο δεν υπήρχε έτσι κι αλλιώς) για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, συμβάλλοντας ακόμα παραπέρα στην καταστροφή του περιβάλλοντος.
Οι άρχουσες τάξεις, όχι μόνο στρέφονται στα ορυκτά καύσιμα και εγκαταλείπουν τη στροφή στις λεγόμενες Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας –έστω και με τον χαοτικό και ανεπαρκή τρόπο με τον οποίο που την κάνουν– αλλά ειδικότερα, στρέφονται μαζικά στον λιγνίτη που είναι ό,τι πιο επικίνδυνο υπάρχει για το περιβάλλον.
Η απόφαση της Δύσης να επιβάλει κυρώσεις σε όλα τα επίπεδα στην οικονομία της Ρωσίας είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο αναπτύσσεται αυτή τη στιγμή η οικονομική κρίση, με την ταχύτητα που αναπτύσσεται. Αποτελεί όμως ερώτημα αν η Δύση θα καταφέρει να δημιουργήσει σοβαρό πλήγμα στη Ρωσία μέσα από τις κυρώσεις που επιβάλλει.
Τα στοιχεία δείχνουν πως ο Πούτιν δεν έχει αποδυναμωθεί κοινωνικά, αντίθετα έχει ισχυροποιηθεί η θέση του με συντριπτικά ποσοστά. Στο οικονομικό επίπεδο, το τελευταίο 6μηνο τα έσοδα του εξωτερικού εμπορίου της Ρωσίας έχουν αυξηθεί κατά 50% σε σχέση με πέρσι. Δηλαδή τα ταμεία του ρωσικού καθεστώτος αντί να αδειάζουν φουσκώνουν, επειδή αφενός έχουν αυξηθεί οι τιμές και αφετέρου πουλάει στην Κίνα και την Ινδία, όσα δεν αγοράζει η Ευρώπη.
Κερδισμένοι μέσα από αυτή την κατάσταση είναι η Κίνα και η Ινδία, οι οποίες αγοράζουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο σε πιο φτηνές τιμές από τις διεθνείς, την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη επικρατεί μια απελπιστική κατάσταση, με τη Βόρεια Ευρώπη να ανησυχεί ότι τον επερχόμενο χειμώνα θα παγώσει. Αυτό όμως που περισσότερο ανησυχεί τους Ευρωπαίους ηγέτες δεν είναι ότι θα παγώσουν τα πλατιά λαϊκά στρώματα, αλλά το γεγονός ότι θα γονατίσει η ευρωπαϊκή βιομηχανία με αποτέλεσμα στην κούρσα του διεθνούς ανταγωνισμού η Ευρώπη να χάσει ακόμα περισσότερο έδαφος.
Αυτή η πολιτική του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και των συγκρούσεων σε διεθνές επίπεδο σημαίνει, πως για να πετύχουν μια νίκη επί της Ρωσίας, παίρνουν τεράστια ρίσκα, σε βαθμό που απ’ ότι φαίνεται δεν τα είχαν υπολογίσει από την αρχή. Ακόμα και αναλυτές του κεφαλαίου καταλήγουν να λένε ότι «Η Ευρώπη πυροβολεί τα πόδια της με αυτή την πολιτική».
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν πρόκειται να τελειώσει στο προβλεπτό μέλλον. Ο μόνος τρόπος για να τερματιζόταν ο πόλεμος, θεωρητικά, θα ήταν να ηττηθεί η Ρωσία. Αλλά αυτή τη στιγμή το σενάριο αυτό είναι εντελώς απομακρυσμένο. Μόνο αν αλλάξουν σε δραματικό βαθμό οι ισορροπίες σε στρατιωτικό επίπεδο και μόνο σε μεγάλο βάθος χρόνου θα μπορεί να συζητηθεί το ενδεχόμενο αυτό. Στη φάση στην οποία βρισκόμαστε, η Δύση δεν πρόκειται να δεχθεί καμία ειρήνη και ο Ζελένσκι δεν πρόκειται να υπογράψει την παράδοση κατεχόμενων εδαφών στη Ρωσία. Επομένως θα έχουμε μια ατέρμονη κατάσταση συγκρούσεων, μια πληγή που θα αιμορραγεί διαρκώς, ένα νέο εκρηκτικό, άλυτο, διεθνές «εθνικό πρόβλημα».
Η παρακμή της Δύσης και η ανάπτυξη της Κίνας
Δεν πρέπει να προκαλέσει έκπληξη αν η κύρια κερδισμένη από αυτό τον πόλεμο είναι η Κίνα.
Εισάγει ενέργεια πιο φτηνά από τις διεθνείς τιμές, έχει χαμηλό πληθωρισμό στο 2,2% όταν στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης ο πληθωρισμός κυμαίνεται στο 10% και μπορεί να σημειώσει ανάπτυξη (παρότι χαμηλότερη από τις αρχικές προβλέψεις) τη στιγμή που η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της ύφεσης.
Στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης οι οικονομίες μπαίνουν σε μια φάση στασιμοπληθωρισμού και αναγκάζονται να πάρουν μέτρα όπως είναι η άνοδος των επιτοκίων και ο περιορισμός των δημόσιων δαπανών. Εφαρμόζουν μέτρα λιτότητας προκειμένου να ρίξουν τον πληθωρισμό και να κάνουν τις οικονομίες τους πιο ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά, αλλά αυτό εντείνει τις τάσεις προς την ύφεση.
Η Κίνα δεν έχει να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, καθώς ο χαμηλός πληθωρισμός της παρέχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να δανειοδοτεί την οικονομία της με χαμηλά επιτόκια, να επεκτείνει τη ρευστότητα για να δίνει ώθηση στην οικονομία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στην κινέζικη οικονομία, όπως είναι η υπερχρέωση, αλλά τα προβλήματα δεν έχουν πάρει τις διαστάσεις που έχουν στη Δύση.
Οι αναφορές που κάνουμε στην Κίνα δεν είναι τυχαίες. Πίσω από τη σύγκρουση ανάμεσα στην Ουκρανία και το ΝΑΤΟ από τη μια και τη Ρωσία από την άλλη, υπάρχει μια πιο πλατιά σύγκρουση που αποτελεί και το γενικότερο υπόβαθρο του πολέμου στην Ουκρανία: πρόκειται για τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτός ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και θεμελιακής σημασίας για τις επόμενες δεκαετίες, καθώς η Κίνα απειλεί ευθέως την ηγεμονία των ΗΠΑ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Δύση κυριαρχεί στον πλανήτη εδώ και αιώνες. Όλα δείχνουν όμως ότι ο 21ος αιώνας στον οποίο έχουμε μπει αποτελεί την εποχή της παρακμής της Δύσης και των ΗΠΑ.
Αυτός ο ανταγωνισμός σε οποιαδήποτε άλλη εποχή της ιστορίας θα οδηγούσε σε παγκόσμιο πόλεμο.
Αυτό το παρατηρούμε και τώρα καθώς εμφανίζονται διαρκώς σημεία συγκρούσεων όπως είναι στην Ουκρανία, ή μεγάλων εντάσεων όπως στο Ιράν, την Ταϊβάν, το Κοσσυφοπέδιο κ.ά. Πρόκειται για σημεία πιθανής ανάφλεξης στα επόμενα χρόνια.
Οι συνθήκες που σπρώχνουν προς έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο υπάρχουν, αλλά κατά τη γνώμη μας ο πλανήτης δεν είναι πιθανό να οδηγηθεί σε έναν τέτοιο πόλεμο γιατί η ύπαρξη πυρηνικών όπλων (με τη Ρωσία να είναι η πρώτη υπερδύναμη) θα προκαλέσει αμοιβαία καταστροφή των εμπολέμων πλευρών.
Έχει σημασία όμως να σημειώσουμε πως υπό διαφορετικές συνθήκες (αν δεν υπήρχαν δηλαδή τα πυρηνικά) θα είχαμε κάτι ανάλογο του Α’ ή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Διότι όταν μια ανερχόμενη ισχυρή δύναμη απειλεί την κυριαρχία μιας άλλης ισχυρής δύναμης, ο τρόπος που ιστορικά λύνονται οι διαφορές είναι μέσω πολέμου. Αυτό έχει να κάνει με τη λογική που λειτουργεί και θα συνεχίσει να λειτουργεί το σύστημα.
Η αποτυχία της Δύσης να απομονώσει τη Ρωσία
Ενδεικτικό της γενικότερης κατάστασης είναι ότι η προσπάθεια της Δύσης να απομονώσει τη Ρωσία, απέτυχε παταγωδώς.
Οι ΗΠΑ δοκίμασαν να πιέσουν την Κίνα να σπάσει το μπλοκ που έχει με τη Ρωσία. Βέβαια επρόκειτο για αφέλεια – φαίνεται πως η Δύση δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψη τη δημόσια κοινή διακήρυξη που εξέδωσαν Ρωσία και Κίνα λίγες μέρες πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, στην οποία δήλωναν με καθαρό τρόπο ότι «η συμμαχία μας δεν έχει όρια». Είναι αρκετά ασφαλές να υποθέσουμε πως η Κίνα ήταν ενημερωμένη για τα σχέδια της Ρωσίας να χτυπήσει την Ουκρανία από πριν.
Όμως δεν απέτυχαν μόνο σε αυτό το σημείο. Με εξαίρεση την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, όλες οι ισχυρές δυνάμεις της Ασίας, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, το Πακιστάν κλπ, αρνήθηκαν να επιβάλουν κυρώσεις στη Ρωσία και το ίδιο έγινε με το σύνολο της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής, παρά τις πιέσεις της δυτικής συμμαχίας. Αυτό είναι σημαντικό και φανερώνει ότι η απήχηση της Δύσης στον πλανήτη δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτό που νομίζει η ίδια, πράγμα που ασφαλώς δεν είναι άσχετο με τις πολιτικές του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας των προηγούμενων δεκαετιών και αιώνων.
Ένας ενδο-καπιταλιστικός, ενδο-ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός
Στο τέλος του περασμένου Ιούνη, πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των G7 (οι 7 υποτιθέμενες πιο οικονομικά ισχυρές χώρες του καπιταλισμού). Παράλληλα, τις ίδιες ημέρες πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των «BRICS» (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Ν. Αφρική). Το ότι οι ημερομηνίες συνέπεσαν δεν ήταν τυχαίο. Η συνάντηση των BRICS, την οποία «φιλοξένησε» (ήταν τηλεδιάσκεψη) η Κίνα, αποτελούσε απάντηση στη συνάντηση των G7, στέλνοντας το μήνυμα ότι υπάρχει ένας ακόμα ισχυρός πόλος στην άλλη πλευρά. Γεγονός είναι επίσης ότι η απήχηση των «BRICS» δεν περιορίζονται μόνο στις χώρες που αναφέρθηκαν. Η Αργεντινή και τον Ιράν έχουν ήδη κάνει αίτηση για να συμπεριληφθούν στους BRICS και υπάρχουν άλλες 15 χώρες που περιμένουν στη σειρά – ανάμεσά τους και η Τουρκία. Την ίδια στιγμή η Κίνα προχωρά στη δημιουργία της Νέας Τράπεζας Ανάπτυξης, που αποτελεί στην ουσία αντίβαρο στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ η συζήτηση για την αντικατάσταση του δολαρίου σαν το βασικό νόμισμα των διεθνών συναλλαγών είναι ανοικτή και δημόσια.
Έχουμε έτσι την ανάπτυξη δυο πόλων, που αντανακλά ακριβώς την παρακμή της Δύσης και πιο ειδικά του αμερικάνικου καπιταλισμού και την άνοδο του ασιατικού καπιταλισμού και πιο συγκεκριμένα της Κίνας.
Πρόκειται για έναν «Δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο», ο οποίος έχει βέβαια διαφορές από τον πρώτο που ήταν ανάμεσα στην Δύση με επίκεντρο τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Η πιο βασική διαφορά είναι ότι η αντιπαράθεση που αναπτύσσεται τώρα δεν είναι ιδεολογική. Στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο η σύγκρουση ήταν ανάμεσα στην εθνικοποιημένη σχεδιασμένη οικονομία (του «υπαρκτού σοσιαλισμού») από τη μια και τον δυτικό καπιταλισμό από την άλλη. Ενώ σήμερα πρόκειται για έναν ενδο-καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η Ρωσία είναι μια καθαρά καπιταλιστική χώρα, ενώ η Κίνα είναι μια κατά βάση καπιταλιστική χώρα με ένα ισχυρό όμως δημόσιο τομέα και κρατικό παρεμβατισμό.
Η ουσία όμως είναι ότι κανένα από τα δυο μπλοκ δεν είναι προοδευτικό για να οφείλει να το υποστηρίξει η Αριστερά. Αυτό που πρέπει να κάνει η Αριστερά είναι να πολεμά ενάντια στον Δυτικό ιμπεριαλισμό αλλά ταυτόχρονα και ενάντια στον ανερχόμενο «Ανατολικό» ή Κινεζικό ιμπεριαλισμό.
Και ενώ, όπως αναφέρθηκε, αυτός ο ανταγωνισμός δεν μπορεί να οδηγήσει σε Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω της ύπαρξης των πυρηνικών, οδηγεί σε αστάθεια τεραστίων διαστάσεων και σε οικονομικό και σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Η απάντηση της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι η υποστήριξη είτε στον ένα είτε στον άλλο πόλο, αλλά η ανάγκη να χτιστούν οι δυνάμεις της Αριστεράς που θα λύσουν το γόρδιο δεσμό των αδιεξόδων και της βαρβαρότητας που οδηγεί η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και οι ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις.
Αν αυτή τη στιγμή υπάρχει πόλεμος στην Ουκρανία, οφείλεται στην απουσία μιας μαζικής ανατρεπτικής Αριστεράς στη Ρωσία και την Ουκρανία. Μια Αριστερά, δηλαδή, που θα ήταν έτοιμη να συγκρουστεί με το σύστημα και να παλέψει αφενός για να ανατρέψει τον Πούτιν στη Ρωσία και τον Ζελένσκι στην Ουκρανία και αφετέρου να διασφαλίσει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των ρωσόφωνων πληθυσμών της νότιας και νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Μόνο έτσι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αυτός ο πόλεμος.
Με τον ίδιο τρόπο που απουσιάζει αυτή η Αριστερά από την Ουκρανία και τη Ρωσία, απουσιάζει και σε διεθνές επίπεδο. Η απουσία της θέτει σε όλους εμάς μεγάλα καθήκοντα – βασικά το καθήκον της δημιουργίας της.
Αν θέλουμε να δώσουμε, κάποια στιγμή, απαντήσεις στην κρίση, στον πόλεμο και στις γεωπολιτικές συγκρούσεις χρειάζεται να μπούμε στη μάχη για το χτίσιμο μιας μαζικής Αριστεράς σε διεθνές επίπεδο. Μια Αριστερά διεθνιστική, πραγματικά σοσιαλιστική, υπέρ της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Είναι φανερό πως αυτή η μάχη δεν είναι εύκολη, αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος.