Ανδρέας Παγιάτσος
Το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε σοκ σε πολύ κόσμο. Ειδικά στα μέλη και τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μεγάλη απογοήτευση και απαισιοδοξία. «Απόψεις» του είδους «δεν θα ξεφορτωθούμε ποτέ τον Μητσοτάκη» έχουν ακουστεί από πολύ κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο βέβαια πολλά από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούν να αποποιηθούν των ευθυνών της ηγεσίας του κόμματος, γιατί τελικά όπως έχουμε γράψει ξανά, αυτό που βασικά καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι ότι κέρδισε η ΝΔ αλλά το ότι έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λόγοι γι’ αυτό είναι συγκεκριμένοι (δείτε: Εκλογές 21 Μάη: Μια πρώτη αποτίμηση του αποτελέσματος & πώς προχωράμε). Στην πραγματικότητα ο Τσίπρας «πήρε αυτό που του άξιζε», καθώς όλα τα κόμματα (διεθνώς) που ξεκίνησαν από τα αριστερά για να καταλήξουν στην υπηρεσία του συστήματος, απογοήτευσαν τις λαϊκές μάζες οι οποίες και τα εγκατέλειψαν.
Όμως ακόμα και ο Γιάννης Βαρουφάκης την επομένη των εκλογών μίλησε για «Ερντογανοποίηση» και «Ορμπανοποίηση». Πρόκειται για μεγάλες υπερβολές: ο Ερντογάν κυβερνούσε για 21 συναπτά χρόνια προτού ξαναπάρει τις τελευταίες εκλογές, δηλαδή πάει για 25. Δεν υπάρχει καμία σύγκριση. Για να μην αναφέρουμε τη «βία» και τη «νοθεία» που συνοδεύουν κατά κανόνα τις τουρκικές εκλογές (όσο κι αν, ειδικά για τη νοθεία, δεν υπήρχε τρόπος να αποδειχθεί παρότι είναι κοινός τόπος στην Τουρκία). Ο Μητσοτάκης «κατάφερε» αυτό που καταφέρνουν πολύ συχνά οι κυβερνήσεις, δηλαδή να εκλεγεί για 2η θητεία.
Η νίκη του Μητσοτάκη αποτελεί ήττα για το κίνημα κατά κύριο λόγο γιατί η Αριστερά δεν τα πήγε καθόλου καλά – η μικρή αύξηση του ΚΚΕ δεν είναι αρκετή για να αντισταθμίσει αυτή την πραγματικότητα. Το ΜΕΡΑ έχασε δυνάμεις, παρότι συνεργάστηκε με τη ΛΑΕ, και έμεινε εκτός βουλής, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμεινε καθηλωμένη στο περιθώριο του 0,5%. Η Αριστερά με άλλα λόγια δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει το γεγονός ότι η χώρα περνά μια βαθιά κοινωνική κρίση, με διαρκείς επιθέσεις σε όλα τα επίπεδα, με μαζική φτώχεια (ενδεικτικά 3 στους 4 Έλληνες έχουν καταθέσεις κάτω από 1.000 €) και πολιτικές που σκοτώνουν (βλέπε Τέμπη) και να πείσει ότι έχει απαντήσεις. Το πρόβλημα βρίσκεται στην Αριστερά, όχι στον Μητσοτάκη ούτε και στον κόσμο «που δεν καταλαβαίνει».
Και η αντίθετη οπτική
Την επόμενη την εκλογών, από την άλλη, ένας αριθμός αριστερών στελεχών και οργανώσεων προσπαθώντας προφανώς, να «ανυψώσουν» το πεσμένο ηθικό, επικέντρωσαν σε ένα βασικό επιχείρημα, ότι, παρά το εκλογικό αποτέλεσμα η κοινωνία δεν συντηρητικοποιήθηκε ούτε και μετακινήθηκε προς τα δεξιά.
Σίγουρα κάποιος μπορεί να παρουσιάσει στατιστικές και στοιχεία που να δείχνουν ότι από τη στιγμή που το 30% της κοινωνίας είχε βγει στο δρόμο δυο μήνες νωρίτερα, με αφορμή τους νεκρούς των Τεμπών, δεν μπορούμε να μιλάμε για δεξιά στροφή ή συντηρητικοποίηση. Πολύ περισσότερο όταν η ΝΔ δεν κατάφερε να αυξήσει τις ψήφους της παρά μόνο κατά 150 χιλιάδες περίπου – δηλαδή κυμάνθηκε στα ιστορικά της ποσοστά. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέρρευσε αλλά, σύμφωνα με την πιο πάνω προσέγγιση, αυτό δεν σημαίνει δεξιά στροφή, γιατί ο κόσμος που έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ έφυγε επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ πήγε δεξιά. Πόσο βοηθάει όμως αυτού του είδους η επιχειρηματολογία;
Ούτε αυτή η προσέγγιση έχει τις απαραίτητες, σωστές, ισορροπίες. Είναι λαθεμένη από την αντίθετη πλευρά, γιατί δεν λαμβάνει υπόψη κάτι που είναι σημαντικό: ισχυροποιήθηκε ο αντίπαλος. Η άρχουσα τάξη βγήκε ενισχυμένη, οι εκπρόσωποί της και οι πολιτικές τους βγήκαν ενισχυμένες και η δική μας πλευρά, το εργατικό κίνημα και τα κοινωνικά κινήματα, δέχτηκαν ένα χτύπημα.
Έχουμε με άλλα λόγια μετακίνηση των ταξικών ισοζυγίων προς τα δεξιά, προς της μεριά της άρχουσας τάξης. Κάτι που επιτρέπει σ΄ αυτήν και στους πολιτικούς της εκπροσώπους να γίνουν πιο επιθετικοί, πιο κυνικοί, πιο ωμοί και προκλητικοί.
Αυτό ασφαλώς –κι αυτό πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση– δεν σημαίνει ότι έχουμε κάποιου είδους συντριπτική ήττα που θα καθηλώσει το κίνημα. Όχι, είμαστε σε μια εποχή που οι αγώνες θα κλιμακώνονται. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, το να επικεντρώνεται η συζήτηση στο αν η κοινωνία «πήγε δεξιά» ή όχι, δεν λύνει κάποιο πρόβλημα, το αντίθετο, μπερδεύει περισσότερο. Όπως μπερδεύουν και οι απόψεις που τα βλέπουν όλα μαύρα, υποτιμώντας έτσι τις δυνατότητες του κινήματος να αντισταθεί και να παλέψει.
Οι απαραίτητες ισορροπίες
Είναι σωστό –και αναπόφευκτο, θα λέγαμε– οι Μαρξιστές και γενικά οι ακτιβιστές της Αριστεράς, να είναι αισιόδοξοι. Όμως την ίδια στιγμή πρέπει να είναι γειωμένοι, γιατί αν εμφανίζονται υπεραισιόδοξοι προσφέρουν κακή υπηρεσία στο μαζικό κίνημα. Το θέμα, επομένως, σε όλη αυτή τη συζήτηση είναι η σωστή ισορροπία.
Η πραγματικότητα είναι πως όλες τις τελευταίες δεκαετίες, από την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση και μετά, έχουμε οπισθοχώρηση της ταξικής και σοσιαλιστικής συνείδησης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Η έννοια της συλλογικής δράσης έχει υποχωρήσει και ο ατομικισμός έχει ενισχυθεί· η συμμετοχή στα συνδικάτα βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά· η εθνικοποίηση δεν αποτελεί αίτημα μάχης του μαζικού κινήματος· το σοσιαλιστικό όραμα δεν εμπνέει και δεν κινητοποιεί το μαζικό κίνημα όπως γινόταν σε προηγούμενες ιστορικές εποχές. Η σύγκριση με τη δεκαετία του 70 μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 80 όταν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα προχωρούσαν σε μαζικές κινητοποιήσεις με αιτήματα όπως «εθνικοποίηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων», «εργατικός έλεγχος και διαχείριση», «σοσιαλισμός», δείχνει την εικόνα μιας πραγματικότητας που δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή.
Η Αριστερά σήμερα είναι σε κρίση τόσο βαθιά,που είναι αμφίβολο αν υπάρχει προηγούμενο στη διάρκεια όλου του προηγούμενου αιώνα. Κι εδώ βρίσκεται ασφαλώς το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Αυτή η σύνθετη εικόνα δεν μπορεί να περιγραφεί από διατυπώσεις του είδους «η κοινωνία πήγε δεξιά» ή «δεν πήγε δεξιά» με βάση το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συγκαταλέγεται στην «Αριστερά»
Ένα από τα πιο σημαντικά σημεία στη συζήτηση σχετικά με τον ΣΥΡΙΖΑ και την πορεία του, πρέπει να αφορά το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια ένα κόμμα που μπορεί να συγκαταλέγεται στην Αριστερά. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσο και να προσπαθήσει κανείς να βρει διαφορές στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ μ’ αυτές του ΠΑΣΟΚ, δεν πρόκειται να το καταφέρει.
Κάτι πήγε να ψελλίσει, για παράδειγμα, στην προεκλογική περίοδο, για φορολογία των μερισμάτων και των υπερκερδών στο 15% (όχι των κερδών, των υπερκερδών, χωρίς ποτέ να διευκρινίσει, βέβαια, από ποιο ποσοστό και πάνω τα κέρδη γίνονται υπερκέρδη) και μόλις τα στελέχη του βρέθηκαν αντιμέτωπα με την πίεση του συστήματος το κάνανε γαργάρα:
«Ο πρόεδρος (σημ: ο Τσίπρας) είπε χθες ότι δεν είναι προτεραιότητα να συζητηθεί κάτι τέτοιο…» μας διαφώτισε σε συνέντευξη της στον ΣΚΑΪ (31 Μάη) η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Πόπη Τσαπανίδου.
Να μην ξεχνάμε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριέλαβε προβεβλημένα ιστορικά στελέχη της Δεξιάς στο ψηφοδέλτιο του, όπως τον Αντώναρο, ενώ με περισσή αφέλεια ο Τσίπρας απευθύνθηκε και σε πρώην υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής ζητώντας την ψήφο τους.
Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας ξεκίνησε αναγγέλλοντας πως αναλαμβάνει όλη την ευθύνη για το αποτέλεσμα… για να προχωρήσει στη συνέχεια στο να καταγγείλει «τα πάντα όλα» εκτός από τον εαυτό του για το αποτέλεσμα. Και στη συνέχεια είχαμε το απίστευτο φαινόμενο η ηγετική ομάδα γύρω από τον Τσίπρα να προτείνει στην ΚΕ να μην συζητήσει το αποτέλεσμα… Δηλαδή να ακούσει τι έχει να πει ο Τσίπρας και να φύγει. Και… η ΚΕ να το αποδέχεται! Πόση ξεφτίλα πια;
Τόση, που ακόμα και το ΠΑΣΟΚ βγαίνει από τα αριστερά στον ΣΥΡΙΖΑ:
«Αλγεινή εντύπωση μου έχει προκαλέσει και η αλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ που πια δεν μιλάει για φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών» δήλωσε ο Νίκος Ανδρουλάκης σε προεκλογική ομιλία του στο Ρέθυμνο.
Ο Τσίπρας έφτασε να δηλώσει στο Star πως
«Το πολιτικό σύστημα δεν είναι ώριμο για την απλή αναλογική, στην ανωριμότητα αυτή το ακολούθησε και η πλειοψηφία των πολιτών».
Οι πολίτες φταίνε για το αποτέλεσμα λοιπόν, γιατί είναι ανώριμοι! Μπράβο Τσίπρα και εις ανώτερα…
Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ έχει «ΠΑΣΟΚοποιηθεί» – έχει μετατραπεί σε ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Είναι οργανικά δεμένος με το κεφάλαιο και δεν πρόκειται ποτέ να συγκρουστεί με το σύστημα – όπως ακριβώς και το ΠΑΣΟΚ. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν έχουν διαφορές με τη ΝΔ. Είναι διαφορές όμως όπως αυτές που είχε παλιά η Δεξιά με το Κέντρο (στην Ελλάδα ονομαζόταν Ένωση Κέντρου) κι όχι με την Αριστερά. Κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το σημερινό Κέντρο.
Αυτά δεν σημαίνουν ότι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν εξακολουθεί να υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ατόμων που νοιώθουν αριστεροί/ες. Αυτό όμως αφορά μια άλλη συζήτηση. Στην πράξη η «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τρόπο να επηρεάσει την εξέλιξη του κόμματος και η οργανωμένη, υποτίθεται, «αριστερή αντιπολίτευση» δεν επιχειρεί καν να παλέψει για να αλλάξει την δεξιά πορεία της ηγεσίας του Τσίπρα.
Η άνοδος του ΚΚΕ
Το πρόβλημα θα ήταν μικρό αν την ίδια στιγμή που τα πρώην αριστερά κόμματα (ο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφατα, το ΠΑΣΟΚ πιο παλιά) ενσωματώθηκαν στο σύστημα είχαμε προχωρήματα των κομμάτων και των οργανώσεων που παραμένουν αριστερά – κόμματα που εξακολουθούν να στηρίζουν τα κινήματα ενάντια στις κυβερνητικές πολιτικές και που προβάλλουν έστω θολά μια εναλλακτική κοινωνία, παρά τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχει κανείς μαζί τους. Αναφερόμαστε στο ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25 και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δυστυχώς η Αριστερά δεν μπόρεσε ούτε σ’ αυτές τις εκλογές να πείσει ευρύτερα λαϊκά στρώματα.
Το μόνο θετικό στοιχείο από τις εκλογές ήταν η άνοδος του ΚΚΕ κατά 2 σχεδόν μονάδες – κάτι το οποίο το ΚΚΕ πανηγύρισε δεόντως. Η πραγματικότητα όμως είναι πως το αποτέλεσμα του ΚΚΕ στις εκλογές του περασμένου Μάη ήταν χαμηλότερο από του 2012, του 2009 και του 2007, και σε ποσοστά και σε απόλυτους αριθμούς ψήφων (σε απόλυτους αριθμούς δε, ήταν κάτω και από του 2004).
Παρόλα αυτά, θα μπορούσε η μικρή ανάκαμψη του ΚΚΕ από την κατραπακιά του 2015 και 2019 να είχε σημασία αν διαφαινόταν η ελπίδα ότι το ΚΚΕ θα αλλάξει τα δεδομένα στον χώρο της ελληνικής Αριστεράς, θα δώσει διέξοδο και προοπτική στα κινήματα, θα λειτουργήσει ενωτικά προς τα κινήματα και την υπόλοιπη Αριστερά αντί να την αντιμετωπίζει σαν τον πιο μεγάλο της εχθρό. Με το ΚΚΕ επίσημα να υιοθετεί τον Σταλινισμό, (πέρα από την εχθρότητας που βιώνει η υπόλοιπη Αριστερά από μέρους του) δεν μπορούν δυστυχώς να υπάρχουν τέτοιες προσδοκίες.
Το ΜΕΡΑ25
Η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και τα όρια του ΚΚΕ δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του ΜΕΡΑ25 το 2017. Παρά την αριστερή του στροφή τα τελευταία δύο χρόνια και την ενωτική στάση προς την υπόλοιπη Αριστερά, η ασάφεια του ΜΕΡΑ25 για το ενδεχόμενο να έκανε κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ καθώς και η δυσνόητη, θολή και λαθεμένη στην ουσία πολιτική ορολογία που χρησιμοποιούσε («μετακαπιταλισμός», «τεχνοφεουδαρχία», «Δήμητρα», αλλά όχι εθνικοποίηση τραπεζών, κλπ) το οδήγησαν εκτός βουλής.
Τι συμπεράσματα έβγαλε το ΜΕΡΑ25 μετά από αυτό το πλήγμα;
Όταν το βράδυ των εκλογών ο Γιάνης Βαρουφάκης επιχείρησε να κάνει απολογισμό του αποτελέσματος, είπε πως η ευθύνη βαρύνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συνέβαλε στη νίκη της ΝΔ «μη αποδεχόμενη την πρότασή μας εδώ και δύο χρόνια για μια σύγκλιση προεκλογική».
Ενώ σε άρθρο του την επόμενη μέρα των εκλογών έγραφε:
«…προσπαθήσαμε να εμπνεύσουμε τη βάση μας με σκληρές αλήθειες… αποδείχτηκε πως οι ψηφοφόροι δεν ήθελαν να ακούσουν κακά νέα… είναι κουρασμένοι από τους αγώνες τις συγκρούσεις και τα πολεμικά καλέσματα».
Πρόκειται για εντελώς λαθεμένη προσέγγιση. Κακώς μεταφέρει την ευθύνη στην ξεφτιλισμένη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ για τα λάθη του ίδιου του ΜΕΡΑ25 και πολύ περισσότερο δεν φταίει ο κόσμος για τη μείωση των ποσοστών του. Δεν μπορεί να θεωρεί 3 εκατομμύρια ανθρώπους που κατέβηκαν στις απεργίες και τις κινητοποιήσεις του Μάρτη, αλλά δεν πείστηκαν να ψηφίσουν ΜΕΡΑ25, «κουρασμένους» που δεν θέλουν να ακούν πολεμικά καλέσματα.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Τέλος για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το αποτέλεσμα αντανακλά το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Όταν μετά από 15 περίπου χρόνια ζωής στις συνθήκες της πιο βαθιάς οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, με διαρκείς επιθέσεις στα λαϊκά στρώματα σε όλα τα επίπεδα, ο πιο σημαντικός φορέας της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μένει καθηλωμένος στο 0,5% και στις 30 χιλ. ψήφους, είναι φανερό πως υπάρχει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Όμως δεν γίνεται καμία προσπάθεια να γίνει αυτό κατανοητό. Αντίθετα έχουμε και τραγελαφικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα η δεύτερη σημαντικότερη συνιστώσα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΣΕΚ, αναφερόμενο στις εκλογές του Μάη γράφει:
«Έχουμε την εκτίμηση ότι η νίκη της Νέας Δημοκρατίας είναι ψεύτικη… Πάμε λοιπόν για μια προεκλογική καμπάνια η οποία λέει ότι μπορούμε να έχουμε απεργίες που θα σπάσουν τα παραμύθια του Μητσοτάκη…»
Η αχίλλειος πτέρνα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η αντίληψη ότι οι επαναστάτες δεν πρέπει να συνεργάζονται με μη επαναστάτες (ρεφορμιστές), πρέπει να είναι μόνοι τους για να είναι καθαροί.
Όλη η ιστορία του Μαρξισμού όμως διδάσκει ότι οι Μαρξιστές πρέπει μεν να είναι ανεξάρτητοι, ναι, αλλά οφείλουν να συνεργάζονται με τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις, με τις οποίες διαφωνούν πολιτικά και ιδεολογικά. Αν δεν ξεπεράσει αυτή την αγκύλωση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν πρόκειται να κερδίσει την εμπιστοσύνη των μεγάλων μαζών.
Εκλογές 25 Ιούνη: Η μάχη για την Αριστερά και η επόμενη μέρα
Στις εκλογές του Ιούνη, η μάχη για την ενίσχυση της Αριστεράς πρέπει να δοθεί από κάθε συνειδητό αριστερό και ακτιβιστή του εργατικού κινήματος. Στόχος η μεγαλύτερη δυνατή ενίσχυση των αριστερών κομμάτων: να κρατήσει και να ενισχύσει το 7,2% το ΚΚΕ, να μπει το ΜΕΡΑ25 στη Βουλή, να πλησιάσει τουλάχιστον τα ποσοστά του 2015 (0,85%) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Πρέπει να γίνει κάθε προσπάθεια σ’ αυτή την κατεύθυνση και για να μην βγει περισσότερο ενισχυμένη η ΝΔ επιδιώκοντας την κινητοποίηση της αποχής, του λευκού και του άκυρου.
Ταυτόχρονα βέβαια γνωρίζουμε ότι το αρνητικό για το εργατικό κίνημα και τους αγώνες προβάδισμα της ΝΔ, δεν μπορεί να ανατραπεί. Η εκλογική νίκη της ΝΔ ήταν δεδομένη καιρό πριν τις εκλογές και μόνο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φαινόταν να πιστεύει πως θα βγαίνανε πρώτο κόμμα. Αυτό δεν είναι θέμα απαισιοδοξίας, είναι θέμα κατανόησης της πραγματικότητας στην οποία ζούμε.
Μέσα στο νέο αρνητικό ταξικό ισοζύγιο θα πρέπει η Αριστερά να δει πως ενισχύει τις κοινωνικές αντιστάσεις. Κατ’ αρχήν στο επίπεδο των αγώνων, που πρέπει να είναι ενωτικοί και να είναι στηριγμένοι σε σχέδιο.
Ο ρόλος του ΚΚΕ είναι σημαντικός σ’ αυτό γιατί αυτή είναι η κύρια δύναμη στο συνδικαλιστικό πεδίο. Δεν μπορούμε να έχουμε αυταπάτες, αλλά από την άλλη έχουμε καθήκον να πιέζουμε το ΚΚΕ για ενωτικούς αγώνες. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επίσης ευθύνη να έχει ενωτική προσέγγιση, απευθυνόμενη ιδιαίτερα στον χώρο του ΚΚΕ και καλώντας σε κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις – κι ας αρνείται το ΚΚΕ. Και πάλι, δυστυχώς, δεν έχουμε πολλές ελπίδες ότι θα γίνει αυτό, έχουμε όμως υποχρέωση να το θέτουμε.
Πέρα απ’ αυτό όμως, χρειάζεται και πολιτική προοπτική.
Πολιτική προοπτική μπορεί να προσφέρει μόνο ο αντικαπιταλιστικός χώρος, γιατί η κρίση με την οποία είναι αντιμέτωπη η Ελλάδα κι όλος ο κόσμος, είναι κρίση του συστήματος, βαθιά, οργανική και αξεπέραστη. Δεν υπάρχουν λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού στη βάση του καπιταλισμού. Είναι γεγονός πως σε κινηματικό επίπεδο υπάρχουν σημαντικές και επιτυχημένες πρωτοβουλίες – με πιο προφανή παραδείγματα την Πόλη Ανάποδα στη Θεσσαλονίκη και τον Αντιφασιστικό Συντονισμό στην Αθήνα. Όμως είναι λίγα, και ακόμα δεν έχουν αντανακλαστεί σε πρωτοβουλίες στο πολιτικό επίπεδο, όπως κοινή κάθοδος σε εκλογές, και διερεύνηση δυνατότητων για συγκρότηση νέου πολιτικού σχήματος.
Από τα θετικά της τωρινής περιόδου είναι το γεγονός πως ένας σημαντικός αριθμός οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (Αναμέτρηση, ΑΠΟ, ΑΡΑΝ-Κ. Σχέδιο, ΔΕΑ, Ξεκίνημα, κ.α.) υιοθέτησαν, ανεξάρτητα, παρόμοια θέση στις εκλογές του Μάη: ψήφος στην Αριστερά, χωρίς προτίμηση σε συγκεκριμένο κόμμα. Με άλλα λόγια έχουν κοινή κατανόηση των προβλημάτων της σημερινής Αριστεράς. Αυτό μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα νέο αντικαπιταλιστικό πόλο χωρίς τα ελλείμματα και τα όρια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπως έχουμε γράψει ξανά, οι δυνάμεις υπάρχουν, το θέμα είναι η πολιτική βούληση.